Μετά τους προσωκρατικούς και ιδιαίτερα μετά τον Ηράκλειτο μέχρι και τον Χέγκελ κάθε μεταφυσική σκέψη διατυπώνει τους όρους της ενότητας του Κόσμου, αναζητώντας την ουσία του, διαχωρίζοντας όμως το είναι από το μηδέν, το είναι από το φαίνεσθαι, τα πράγματα από τα φαινόμενα, αποδίδοντας σ΄ένα από τα δύο αντίθετα, θέση υπερβατικής Αρχής. Οι κλασικές μεταφυσικές-ιδεαλιστικές ή και υλιστικές θέσεις που έχουν διατυπωθεί, θεωρούσαν έναν προ-δεδομένο κόσμο που διέπεται από μια υπερβατική αναγκαιότητα και έναν φυσικό κόσμο που υποτάσσεται στην αναστρεψιμότητα, που διέπεται δηλαδή από συνέχεια, αιτιότητα και χρονική συμμετρία- η γνώση του οποίου οδηγεί εγγύτερα στη Θεία- Άχρονη Σοφία. Δέσμιοι της ιδεολογικής επένδυσης της διάνοιας, δηλαδή της Δογματικής μεταφυσικής, επιχείρησαν να εξαλείψουν το ερώτημα του Κόσμου, να επιβάλλουν την Αλήθεια, την Αιτία, το Σκοπό της Απόλυτης Αλήθειας.
Αν αυτός είναι ο οντολογικός ορίζοντας της κλασικής φιλοσοφικής σκέψης, ομόλογη ήταν και η επιστημολογική πεποίθηση για τη συμπαντική φύση (μακροσκοπική και μικροσκοπική), η οποία νοηματοδοτούνταν μέσα στο πλαίσιο της μεταφυσικής ιδέας, δηλαδή μιας καθολικής φυσικής αιτιοκρατίας, όπου δεν υπάρχει καμία ρωγμή, καμία ρήξη της ντετερμινιστικής συνέχειας, δηλαδή όλα στο σύμπαν υπακούουν σε αυστηρούς νόμους και σε αναλογίες μεταξύ αιτιών και αποτελεσμάτων, δηλαδή διαμορφωνόταν μια εικόνα του σύμπαντος ως μια απέραντη ταυτολογία, όπου όλα θα μπορούσε κανείς να τα προβλέψει και να τα εξηγήσει. Αυτή η μεταφυσική πρόσληψη του Κόσμου συνεπάγεται την άρνηση της δημιουργίας, της συνεχούς δημιουργίας καινούργιων κόσμων και δημιουργία μορφών που δεν είναι αναγώγιμες οι μεν στις δε, θα λέγαμε ότι είναι απερίσταλτες και δεν μπορούν να αναχθούν οι μεν στις δε. Η Δογματική μεταφυσική πρόσληψη του Κόσμου αρνείται την ποιητικότητα του Κόσμου, το αβυσσαλέο μη χαοτικό χάος. Ονομάζουμε Κόσμο – όχι τον εμπειρικό κόσμο, αλλά το Εν-Παν που δεν περιορίζεται σε μια από τις διαστάσεις του -, το αβυσσαλέο μη χαοτικό χάος, γιατί ο βασικός του προσδιορισμός είναι από τη μια το ανεξάντλητο και το απύθμενο και ταυτόχρονα το ανεξάντλητο και το απύθμενο είναι δύναμη και ενέργεια μόρφωσης και μορφοποίησης κόσμων. Με άλλα λόγια διατυπωμένα τα παραπάνω θα λέγαμε ότι το Χάος είναι και Κόσμος γιατί είναι δημιουργία κόσμων και μορφών εκ του μηδενός, αλλά ακριβώς γι΄αυτό το λόγο ο Κόσμος είναι και Τάξη, δηλαδή είναι οργάνωση, είναι ολότητα κόσμων και μορφών που η ίδια είναι κατά το μάλλον ή ήττον ως ολότητα οργανωμένη που ενέχει και Χάος και μ΄αυτή την έννοια «είναι» απροσδιόριστος.
ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ;
Από το άχρονο, αναλλοίωτο, αυτόνομο Είναι της παραδοσιακής μεταφυσικής φιλοσοφίας (Φύση, Θεός, Ενσυνείδητο Ορθολογικό Υποκείμενο) που διέπεται από εγγενή αναγκαιότητα και που το αναπαριστούν έλλογα υποκείμενα-παρατηρητές, περισσότερο ή λιγότερο ισομορφικά στο νου τους, μεταβαίνουμε σε έναν Κόσμο, ως δέσμη, δυνητικά απεριόριστων δυνατοτήτων, ο οποίος συν-διαμορφώνεται με τη Σκέψη. Η Σκέψη, ως δέσμη, δυνητικά απεριόριστων δυνατοτήτων, ο Κόσμος ως δέσμη δυνητικά απεριόριστων σκέψεων, συν-διαμορφώνονται και συν-παράγονται, συνιστούν Αυτό που τα συνιστά. Αυτό, το ενιαίο και διαφοροποιημένο Αόρατο Εν που εκδηλώνεται στις πολλαπλές μορφές του ορατού ούτε είναι ούτε δεν είναι, ούτε υπάρχει, ούτε δεν υπάρχει, αναδύεται από ένα αρχέγονο βάραθρο, από μια άβυσσο που αποκαλούμε Μηδέν, ως κενός χωροχρόνος που ξετυλίγει τα θαύματα και τα πλήγματά του Αόρατου Εν και επιστρέφει σ΄αυτό και το μεταμορφώνει. Δεν υπάρχει πλέον η Σκέψη και ο Κόσμος, η Σκέψη δεν είναι μέσα στον Κόσμο ούτε και ο Κόσμος μέσα στην Σκέψη, η Σκέψη ειναι η άλλη όψη του Κόσμου και ο Κόσμος η άλλη όψη της Σκέψης, θέτουμε σε εισαγωγικά το είναι για να αναδείξουμε ότι αυτή η ενιαία και ταυτόχρονα διπλή σχέση, δεν είναι στατική και αμετάβλητη, ούτε όμως δυναμική και μεταβαλλόμενη, δεν είναι καν σχέση, αλλά αόρατος ρυθμός που διαρκεί και αλλάζει, συντονίζει και μεταμορφώνει αμοιβαία την ενότητα/πολλαπλότητα του Ανοίγματος που διέπεται από παραδοξότητα. Ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος (δηλαδή αυθαίρετη επινόηση της ανθρωπομορφικής και ανθρωποκεντρικής συμβατικής λογικής) αλλά ά-τοπος τόπος της παν-τοπολογίας του σύμπαντος που διέπεται από χρονικότητα. Η ανάδυση του ανθρώπου, η διατήρησή του και η μεταμόρφωσή του είναι σύμφωνη με τον χωροχρόνο του ερωτώμενου κόσμου, η ερώτηση που τίθεται στον άνθρωπο και τον συστήνει, μεταβάλλει και τον τοπο-θεσία της ύπαρξής του στο κοσμο-ιστορικό γίγνεσθαι.
Σε επιστημολογικό πεδίο, από τη μεταφυσική ιδέα μιας καθολικής φυσικής αιτιοκρατίας, όπου δεν υπάρχει καμία ρωγμή, καμία ρήξη της ντετερμινιστικής συνέχειας, δηλαδή όλα στο σύμπαν υπακούουν σε αυστηρούς νόμους και σε αναλογίες μεταξύ αιτιών και αποτελεσμάτων, δηλαδή η εικόνα του σύμπαντος ως μια απέραντη ταυτολογία, μεταβαίνουμε σε μια στοχαστική θεώρηση του φυσικού κόσμου, δηλαδή σε μια ενδεχομενική και πιθανοκρατική θεώρηση. Αυτό σημαίνει ότι ο φυσικός κόσμος δεν συνιστά ένα ον υλικό ή ιδεατό, κλειστό, άχρονο, αμετάβλητο, αυτοτελές και ακέραιο, αυτές οι έννοιες συνιστούν λογικές αφαιρέσεις της ανθρωποκεντρικής νόησης, αλλά χαρακτηρίζεται από: α) ανοιχτότητα, άνοιγμα, δυνητικά, απεριόριστων δυνατοτήτων, β) από εγγενή ρευστότητα, απροσδιοριστία και σχετικότητα- μεταβλητότητα, γ) από χρονικότητα και όχι από μεταφυσική κλειστότητα. Η ενότητα του συμπαντικού κόσμου εκδηλώνεται μέσα από τη διαφοροποιητική κίνησή της μεταβαλλόμενης τοπολογίας του κενού χωροχρόνου και των πολλαπλών δυνατοτήτων πραγμάτωσής της. Η ενότητα του συμπαντικού κόσμου μάς διαμορφώνει -όχι χωρίς τη δική μας συμμετοχή – ενώ πάντοτε μάς διαφεύγει, μιας που για να σκεφτούμε, να μιλήσουμε και να πράξουμε θεματοποιούμε και σχηματοποιούμε αυτό που μεταμορφώνεται. Όμως καμιά λέξη και κανένα πράγμα δεν αφήνονται να θεματοποιηθούν οριστικά και να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Καμιά σκέψη δεν είναι ποτέ πλήρης και εξαντλητική, καμιά μέθοδος δεν κατορθώνει να ακινητοποιήσει το ρου του κόσμου και ο λόγος και η ρευστότητα δεν αφήνονται να συλληφθούν οριστικά από καμιά ενοποίηση. Η παραδοχή ότι τίποτα δεν είναι και δεν λέγεται στο σύνολό του και ότι η ομιλία και η πράξη συνιστούν αφαιρέσεις αυτού που δεν είναι παρά εν τω γίγνεσθαι μπορεί να μάς κάνει να μάθουμε και να ξαναμάθουμε. Αυτό, οι μεταμορφώσεις του Αόρατου Κόσμου δεν είναι, ξετυλίγεται ως Όλον-Τίποτα, ως Τίποτα – Παν. Το ξετύλιγμα αυτό, ο Χρόνος – και όχι οι χρόνοι που εκδηλώνονται μέσα στη γλώσσα της σκέψης και εξαιτίας της και οικοδομούν κόσμους του Κόσμου-, η μη συμμετρική συμμετρία του Όλον-Τίποτα, του Τίποτα-Παντός που περιστρέφεται ενιαία και τρισδιάστατα, συγχρονικά – διαχρονικά-πανχρονικά, τοπικά, οικουμενικά και συμπαντικά.