Η κλασική οντολογική και μεταφυσική αντιπαράθετε το Είναι με το Γίγνεσθαι. Το Είναι θεωρούνταν αιώνιο, σταθερό και αναλλοίωτο και εξισωνόταν με την Αλήθεια και την Αντικειμενική Γνώση, ενώ το Γίγνεσθαι θεωρούνταν αέναα κινητό και μεταβαλλόμενο και εξισωνόταν με την Πλάνη και την Υποκειμενική Πεποίθηση. Από τη μια η συμμετρία και η απόλυτη αναγκαιότητα του Είναι και οι αναστρέψιμες – ντετερμινιστικές διαδικασίες, οι οποίες μπορούν να προβλεφθούν και να υπολογιστούν με απόλυτη βεβαιότητα και από την άλλη η ασυμμετρία και η απροσδιοριστία του Γίγνεσθαι και οι μη αναστρέψιμες – τυχαίες διαδικασίες που παράγουν αβεβαιότητα, σχετικότητα, καινοτομία και δημιουργικότητα. Το Είναι θεωρούνταν Ίδιο και αδιαφοροποίητο, θεωρούνταν δηλαδή, ότι διέπεται από την αρχή της ταυτότητας, ενώ το Γίγνεσθαι θεωρούνταν ότι διαφοροποιείται και μεταβάλλεται αενάως, είναι συνεχώς Άλλο, διέπεται δηλαδή από την αρχή της ετερότητας. Στον νεώτερο κόσμο η αντιπαράθεση Είναι και Γίγνεσθαι, Αλήθειας και Πλάνης, Αντικειμενικής Γνώσης και Υποκειμενικής Πεποίθησης ανοίγει περισσότερο και δημιουργεί το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ δύο διανοητικών και πολιτιστικών κόσμων: των επιστημών της φύσης (θετικές) και των επιστημών του πνεύματος (κοινωνικές και ανθρωπιστικές), του κόσμου της Επιστήμης και του κόσμου της Τέχνης. Η Αλήθεια εξαντλείται στην εννοιολογική γνώση και την βεβαιότητα της αποδεικτικής μέθοδου, κατά το μεθοδολογικό πρότυπο των φυσικών επιστημών. Η Επιστήμη γίνεται η κυρίαρχη μορφή γνώσης και διακρίνεται από την αλήθεια των ιστορικών και κοινωνικών βιωμάτων, από την αλήθεια της τέχνης και από την αισθητική εμπειρία. Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι στον νεώτερο κόσμο οι επιστήμες της φύσης (θετικές) ασχολούνται με το Είναι, ο στόχος τους είναι η αναγκαιότητα, η συμμετρία, το αναλλοίωτο, το δεδομένο και η βεβαιότητα, η οποία συνδέεται με μια αιτιοκρατική περιγραφή του φυσικού κόσμου τον οποίο επιχειρούν να εξηγήσουν. Οι επιστήμες του πνεύματος (Φιλοσοφία, κοινωνικές-ανθρωπιστικές) ασχολούνται με το Γίγνεσθαι της ζωής, της ιστορίας και του βιώματος το οποίο επιχειρούν να κατανοήσουν, το μέτρο σ΄αυτές τις επιστήμες το δίνουν οι έννοιες της σχετικότητας, της ασυμμετρίας, της απροσδιοριστίας, της αβεβαιότητας, του απρόβλεπτου, της επιλογής και του ρίσκου. Οι επιστήμες της φύσης ιχνηλατούν το υπερ-ατομικό, ως καθολικό φαινόμενο και οι επιστήμες του πνεύματος, το ατομικό συμβάν και την μοναδική ιδιαιτερότητά του.
Αυτό που διαχωρίζει τους δύο διανοητικούς και πολιτιστικούς κόσμους είναι η θεώρηση του χρόνου, η αντιπαράθεση δηλαδή ανάμεσα στον αναστρέψιμο και ντετερμινιστικό χρόνο των επιστημών της φύσης και τον μη αναστρέψιμο και μη ντετερμινιστικό χρόνο των επιστημών του πνεύματος. Μέσα σ΄αυτή την αντιπαράθεση υποκρύπτεται το μείζον αίνιγμα της σχέσης του Κόσμου και του Ανθρώπου. Η κλασική οντολογία (αρχαιελληνική και ιουδαιοχριστιανική) θεωρούσε σημείο έναρξης και εκκίνησης τον κόσμο και σημείο κατάληξης και άφιξης τον άνθρωπο (Αντικειμενικός Λόγος), το νεώτερο φιλοσοφικο-επιστημονικό πνεύμα θεωρούσε το αντίστροφο (Υποκειμενικός Λόγος). ‘’Αντικειμενικός Λόγος’’ της Φύσης ή του Θεού και ‘’Υποκειμενικός Λόγος’’ του Ανθρώπινου Νου συνιστούν μεταφυσικές αφαιρέσεις που υποκρύπτουν την οντολογική διαίρεση Συμπαντικής Φύσης και Ανθρώπινης Ιστορίας, την γνωσιοθεωρητική διαίρεση Ύλης και Ιδέας και την ανθρωπολογική διαίρεση σώματος και ψυχής. Η πρωταρχική οντολογική διαίρεση (Κόσμου και Ανθρώπου) είναι αποτόκη της ανθρωποκεντρικής εξειδανίκευσης του Λόγου, της απολυτοποίησης της αξιακής χρήσης του ‘’Ορθού Λόγου’’. Συνέπεια της διαδικασίας αυτής υπήρξε η παραγωγή ανθρωποκεντρικής υπεραξίας, η οποία οδήγησε σταδιακά στα σκοτεινά μονοπάτια της μανιχαϊκής αντίληψης. Ο Λογικός Πυρήνας της ανθρωποκεντρικής θεωρίας, σε όλες τις ιστορικές βαθμίδες εξέλιξής της, είναι εξ υπαρχής αυτο-οριζόμενος. Έτσι αγνοήθηκε και υποτιμήθηκε το μη ειναι, το κενό, το τίποτα, το μηδέν, το απρόσμενο, το μη ορισμένο, το τυχαίο και το εμβόλιμο στοιχείο. Εν ολίγοις η αρχική θετικότητα του Λόγου και ο επιστημονικός θετικισμός που τον διαδέχτηκε στον νεώτερο κόσμο, αποσιώπησε την αρνητικότητα, το μη ορίσιμο, το αδάμαστο και ανυπολόγιστο στοιχείο του κόσμου.
Διερευνώντας στοχαστικά την επιστημολογία των φυσικών επιστημών του καιρού μας θα λέγαμε ότι η τάξη ως επανάληψη (αναγκαιότητα) και το χάος ως δυνατότητα για καινοτομία (ελευθερία), λειτουργούν συμπληρωτικά, μ΄αυτή την έννοια οι περιγραφές και οι προβλέψεις των διαφόρων φαινομένων μπορούν να προσεγγισθούν μόνο στοχαστικά και πιθανοκρατικά και όχι με την βεβαιότητα της αιτιοκρατικής θεώρησης. Αυτό σημαίνει ότι τα φαινόμενα του φυσικού κόσμου διερευνώνται από την προοπτική του χρόνου και αυτή η προοπτική αντιστοιχεί σε μια αντιμετώπιση της ιστορίας της φύσης ως μια διαδοχή διακλαδώσεων που οδηγούν στην εμφάνιση νέων δομών στον χωροχρόνο που τον αναδομούν. Ακριβώς αυτή η εξέλιξη δημιουργεί μια ριζική μεταβολή στο φαντασιακό της επιστήμης: Το ιδεώδες της κλασικής επιστήμης, τόσο και στην αναγεννησιακή και νεώτερη επιστημολογία, αλλά όπως εκφράζεται ακόμα και στη θεωρία της σχετικότητας, ήταν η γεωμετρία του στατικού και αμετάβλητου κόσμου. Η επιστήμη του καιρού μας, η οποία αναγνωρίζει και τις μη αναστρέψιμες διαδικασίες, αφηγείται την ιστορία του κόσμου, τον οποίο αντιμετωπίζει ως ανοικτό χωροχρόνο, και την γεωμετρία ως μεταβαλλόμενη τοπολογία των πολλαπλών διαστάσεων. Πρόκειται για τον χωροχρόνο που ξετυλίγεται με την Μεγάλη Έκρηξη, την ύλη-ενέργεια σε διαρκές γίγνεσθαι και η οποία καταλήγει ύστερα από πολλές μεταμορφώσεις-διακλαδώσεις στην ιστορική κοινωνία, στους λόγους και στις πράξεις των ανθρώπων. Αυτή η αφήγηση της ιστορίας του κόσμου συντάσσεται μετά από μια ‘’κατάληξη’’, ένα ‘’τέλος’’ και διακινδυνεύεται η αντίστροφη φορά για να οδηγηθούμε στην ‘’αφετηρία‘’, στην ‘’αρχή’’. Βλέπουμε ότι οι δύο άκρες της σπείρας είναι ταυτόχρονα αναχώρηση και άφιξη. Μ΄αυτή την έννοια ο Λόγος αφηγείται με μια αφήγηση ορθολογική. Ο Λόγος δεν είναι το αντίθετο του Μύθου, αλλά το συμπλήρωμά του, όπως το κυρτό και το κοίλο ενός σφαιρικού σώματος που αλληπροσδιορίζονται αμοιβαία, έτσι ώστε το βάθος της κοιλότητας να ορίζει την επιφάνεια της κυρτότητας κάθε φακού. Μπορούνε να αντιληφθούμε το Λόγο ως την κυρτή όψη της κοίλης πλευράς που είναι ο Μύθος.
Ο Κόσμος, στην υπερβατικότητά του είναι η συμμετρική σχέση Είναι και μη Είναι, Παν και Τίποτα, Πλήρους και Κενού. Στο χωροχρονικό του ξεδίπλωμα, αίρεται η συμμετρία και ο Κόσμος εκδηλώνεται μέσω των πολλαπλών μεταμορφώσεων του, κάθε στιγμή και σε κάθε τόπο, συνδυάζοντας σε μια ανοικτή ενότητα, κανονικότητα και τυχαιότητα, νομοτέλεια και απροσδιοριστία, αναγκαιότητα και ενδεχομενικότητα. Ο Χρόνος είναι ο μετέωρος ρυθμός που σχετίζει και συντονίζει τις αντιθέσεις, ανοίγει προοπτικές και γόνιμες δυνατότητες. Χρόνος και σκέψη δεν διακρίνονται, αντιστοιχίζονται και λειτουργούν συμπληρωματικά, η σκέψη σκέπτεται το χρόνο, μέσα στο χρόνο, με το χρόνο, είναι ο χρόνος που σκέπτεται τον εαυτό του. Ο Χρόνος είναι βιωμένος (υπαρξιακός-ψυχολογικός), αλλά και χρόνος που η σκέψη μας τον σκέπτεται (κοσμολογικός). Ο Χρόνος δεν είναι ευθύγραμμος και προοδευτικός, ούτε κυκλικός και επαναληπτικός, ούτε διαδοχή στιγμών ή διάρκεια που ρέει, δεν διακρίνεται σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Ο χρόνος δεν είναι άχρονος (ιδεατός), υπερ-χρονικός (αιώνιος), μη χρονικός (χωρικός). Να διευκρινήσουμε ότι ο χρόνος στον οποίο αναφερόμαστε δεν σχετίζεται με την τέταρτη διάσταση του χώρου, όπως θεωρείται στη θεωρία της σχετικότητας, αλλά νοηματοδοτείται σ΄έναν ευρύτερο ερμηνευτικό ορίζοντα. Όλες οι τροπικότητες του χρόνου κατανοούνται μέσα στον ορίζοντα του χρόνου, που κάνει όλες τις τροπικότητες να συμβαίνουν. Ο ορίζοντας του χρόνου δεν μπορεί να θεματοποιηθεί, αποτελεί το νοητό όριο που διακρίνει την πεπερασμένη δυνατότητα σαφούς και βέβαιης γνώσης, αλλά και τη δυνατότητα υπέρβασης και διάνοιξης στο απριόριστο και την απροσδιοριστία. Ο ορίζοντας του χρόνου δημιουργεί τη συνείδηση ότι η πεπερασμένη και θνητή φύση του ανθρώπου, αναδύεται ταυτόχρονα με τη δυνατότητα της επίγνωσης του απεριόριστου (με την έννοια της έλλειψης περιορισμών) και σε συνάρτηση μ΄αυτήν και είναι ακριβώς αυτή η δυνατότητα του απεριόριστου που καθιστά τον άνθρωπο ον υπερβασιακό.
Ολόκληρος ο Χρόνος στην τρισδιάστατη δομή του, περιέχει σε κάθε μία από τις στιγμές του και τις τρεις διαστάσεις του και κάθε μία από τις διαστάσεις του είναι και η ίδια τρισδιάστατη. Ο Χρόνος στην ολότητά του ξετυλίγεται ως ανοικτή σπείρα, όπου όλα επαναλαμβάνονται και μεταμορφώνονται σε κάτι άλλο. Επανάληψη του ίδιου ως ταυτότητα και ανάδυση του Άλλου ως ετερότητα, συνδέονται άρρηκτα και δονούνται στον παλμό της πανχρονικότητας. Αυτές οι κατηγορίες του φιλοσοφικού-μεταφυσικού στοχασμού (Είναι και Γίγνεσθαι, Ίδιο και Άλλο, Ταυτότητα και Ετερότητα, Υποκείμενο και Αντικείμενο) δε συγκροτούν ούτε μια δυαδικότητα (αρχική αυτονομία και αυτοτέλεια υποκειμένου-αντικειμένου) ούτε μια Μονιστική ενότητα [αναγωγή ή υποταγή του αντικειμένου (της Ύλης, της ετερότητας) από το υποκείμενο ή αντίστροφα: του υποκειμένου, (του Λόγου, της έννοιας, του ποιείν και πράττειν) από το αντικείμενο] αλλά μια μη ταυτολογική ταυτότητα, ένα διαφορικό σύνολο. Η μη ταυτολογική ταυτότητα ή με άλλους λόγους το ενιαίο και διαφορικό σύνολο είναι σύμβολα του άρρητου και μ’ αυτήν την έννοια δεν μπορούν να αντικειμενικοποιηθούν νοητικά, δηλαδή να αναπαρασταθούν και να απεικονισθούν. Πρόκειται για το Αυτό που περιλαμβάνει τα αντίθετα, τη σχέση και τη διαφορά τους μέσα στη διαδικασία του είναι εν τω γίγνεσθαι Κόσμου-Χρόνου. Με άλλους λόγους το Αυτό “είναι” το αθεμελίωτο και μη αναπαραστάσιμο Έν-Πολλαπλό, το Έν-Όλον, το ανοικτό και μη ορίσημο Συν-όλο όλων όσων είναι και γίνονται που περιστρέφεται σπειροειδώς σύμφωνα με το ρυθμό του Κόσμου-Χρόνου. Η σκέψη του Κόσμου και η σκέψη του Ανθρώπου λειτουργούν αμφίδρομα, αμοβαία και συμπληρωματικά και ξεδιπλώνονται στο Γίγνεσθαι του Χρόνου. Όλα όσα Είναι, Γίνονται, αλλά το Γίγνεσθαι, Είναι και το Είναι Δεν Είναι παρά εν τω Γίγνεσθαι. Άνθρωπος και Κόσμος δεν διακρίνονται, δίχως να ταυτίζονται, δεν διαθέτουν ένα άχρονο είναι, μια πάγια φύση, μια αμετάβλητη ουσία, ένα απόλυτα προκαθορισμένο πεπρωμένο, δεν πραγματώνουν ένα υπερβατικό σχέδιο-πρότυπο. Η σχέση με τον εαυτό μας, που δεν είναι υποκείμενο και με τους άλλους που δεν είναι αντικείμενα, πηγάζει από το μετέωρο και φευγαλέο κέντρο της σχέσης ανθρώπου-κόσμου που εκδηλώνεται χωροχρονικά μέσω των πολλαπλών μεταμορφώσεων του. Στην ανοικτή σπείρα του Χρόνου συνδέονται σε μια αδιάσπαστη ενότητα, η αναγκαιότητα του ντετερμινιστικού χρόνου και η επαναληψιμότητα που παράγει, με την απροσδιοριστία του μη ντετερμινιστικού χρόνου που παράγει καινοτομία, δημιουργικότητα και ελευθερία. Στην ανοικτή σπείρα του χρόνου, παρελθόν, παρόν, μέλλον, χαρακτηρίζουν κάθε τόπο και κάθε στιγμή της ανοιχτής σπείρας του χρόνου, της οποίας η ‘’αρχή’’ και το ‘’τέλος’’ είναι διαρκώς εκτεθειμένα στο μέλλον. Ο άνθρωπος σκέπτεται τον χρόνο, αλλά και ο χρόνος ‘’σκέπτεται’’ τον άνθρωπο. Ετσι αίρεται ο διαχωρισμός μεταξύ των επιστημών της φύσης και του πνεύματος, της διάκρισης χώρου και χρόνου, ύλης και σκέψης και συγκροτείται μια μη Ολιστική Γνώση, η Γνώση του ανοικτού χωροχρόνου και των αέναων μεταμορφώσεων του.