Στην παραδοσιακή μεταφυσική φιλοσοφία το Είναι ως Αντικειμενικό Υποκείμενο, η ουσία του ( νόημα) είναι υποστασιοποιημένη και άχρονη παρουσία και έτσι η ανθρώπινη ιστορία γίνεται αντιληπτή ως η χρονική πραγμάτωση του άχρονου. Το Αντικειμενικό Υποκείμενο (Είναι) στην παραδοσιακή φιλοσοφία είναι παρουσία, παροντικότητα, δηλαδή κάτι άχρονο, χωρίς ροή και μεταβολή (Γίγνεσθαι).

Ο Κάντ ήταν ο πρώτος σ΄όλη την ιστορία της μεταφυσικής που αντιλήφθηκε την ενδότερη συνάφεια του Είναι και του χρόνου. Η θεωρία του για τον σχηματισμό των καθαρών εννοιών της διάνοιας,υπογραμμίζει ότι η διάνοια «δεν μπορεί επ΄ουδενί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από το χρόνο» και αυτό γιατί οι ενδιάμεσες αναπαραστάσεις ή τα σχήματα που επιτρέπουν την εφαρμογή των νοητικών κατηγοριών στα φαινόμενα είναι a priori προσδιορισμοί του χρόνου. Ο Κάντ ορίζει το χρόνο ως χρόνο της φύσης ή ως χρόνο του αντικειμενικού κόσμου, θεωρεί το χρόνο ως έναν προυπάρχον υποδοχέα των κοσμικών γεγονότων και παρατηρεί ότι το μέτρο του χρόνου καθίσταται δυνατό μόνο διαμέσου της ανθρώπινης ψυχής ή του πνεύματος. Έτσι, ακόμα και ο Καντ, ο οποίος προαισθάνθηκε την χρονική δομή της ανθρώπινης διάνοιας και την παρουσία του χρόνου σε κάθε ενέργημα της διάνοιας, παρέμεινε δέσμιος της αντίληψης για το χρόνο που κληρονόμησε από την παράδοση, από τον Λάιμπνιτς και τον Νεύτωνα. Βέβαια πριν από τον Κάντ όπως είπαμε και ο Αριστοτέλης στο τέταρτο βιβλίο των ‘’Φυσικών’’ (11,219 b 1)δίνει στο χρόνο το νόημα της «φυσικής» κατανόησης του Είναι ως και δεν διερωτάται για την προέλευση του χρόνου που φανερώνεται ως φυσική κίνηση και μεταβολή. Ακόμα και οι ριζοσπαστικές έρευνες του Χούσσερλ για το χρόνο, σε σχέση με την ψυχολογία και τη γνωσιοθεωρία, εξακολούθησαν να αντιμετωπίζουν το χρόνο ως κάτι εμμενές και ενδο-υποκειμενικό. Ο Χούσσερλ διακρίνει τη χρονική ροή και τις συνειδησιακές τροπικότητες μέσω των οποίων η ροή γίνεται αντιληπτή. Συγκεκριμένα στον Χούσσερλ οι τρεις διαστάσεις του χρόνου συγκρατούνται μέσα στο «ζωντανό παρόν» από το υπερβατολογικό εγώ που διατείνεται ότι είναι «αθάνατο». Σύμφωνα με τις παραπάνω θεωρήσεις για το χρόνο ο άνθρωπος βρίσκεται μέσα στο χρόνο, ο οποίος αποτελεί μια ‘’εξωτερικότητα’’ ως προς αυτόν. Η εξαντικειμενίκευση του χρόνου ενέχει το χαρακτήρα της θεματικής παρουσίασης, έτσι όμως τον υποστασιοποιούμε και τον κάνουμε ένα ον, ουσιαστικά του αποδίδουμε μια ταυτότητα, η οποία του στερεί τη χρονικότητά του. Βέβαια αυτό είναι κατανοητό μέσα στα πλαίσια της μεταφυσικής φιλοσοφίας που αντιλαμβάνεται το Είναι ως άχρονη υπόσταση-ουσία και τον Λόγο που το συλλαμβάνει, ως αυτο-οριζόμενο και αυτοαναφορικό.

Ποια η σχέση όμως του Είναι με το μη Είναι, της παρουσίας με την απουσία, του ίδιου με το διαφορετικό και το Άλλο, του Λόγου με τον μη Λόγο («Άσκεπτο»); Οι διερευνήσεις αυτών των ερωτημάτων προϋποθέτουν την υπέρβαση της παραδοσιακής μεταφυσικής παράδοσης που θεωρεί τον Κόσμο ως Είναι εγγενώς προσδιορισμένο και αναπαραστάσιμο από τις εννοιολογικές-συμβολικές συλλήψεις του Λόγου και την διάνοιξη σ΄Αυτό το αθεμελίωτο και άσκεπτο, το οποίο δίνεται για θεμελίωση-αιτιολόγηση και νοηματοδότηση, δίχως Αυτό να είναι υποκείμενο και να επιδέχεται κατηγορημάτων. Αυτό δεν μπορεί να θεματοποιηθεί και να διαυγασθεί εννοιολογικά, κατανοείται ως ανοικτότητα «μέσα» στον ορίζοντα του χρόνου που είναι το ανευ υποκειμένου γίγνεσθαι (χρονικότητα). Ο ορίζοντας του χρόνου είναι το Ανοικτό που μας περιβάλλει, δίχως το ‘’περιβάλλει’’να έχει τη συνδήλωση του μετρήσιμου χώρου, αλλά την έννοια της διευθέτησης, της συναρμογής των ανεξάρτητων μερών του κόσμου. Μ΄αυτή την έννοια ο ορίζοντας του χρόνου αναδεικνύει τον ριζικά σχεσιακό και όχι υποστασιακό χαρακτήρα καθώς και την αλληλεξάρτηση των υπαρκτικών προσδιορισμών των επιμέρους όντων τα οποία μετέχουν της συνολικής δομής του Κόσμου. Στον ορίζοντα του χρόνου αναδύεται η επίγνωση της θνητής και πεπερασμένης φύσης του ανθρώπου σε συνάρτηση με την επίγνωση του απεριόριστου του ορίζοντα του χρόνου και είναι αυτή ακριβώς η επίγνωση που καθιστά την ανθρώπινη ύπαρξη υπερβασιακή μιας που συνεχώς είναι πέραν και τείνει «να γίνει αυτό που είναι» (Πίνδαρος). Δηλαδή αυτό που είναι, δεν είναι, το είναι παρέρχεται και επέρχεται συνεχώς το ελευσόμενο. Το υπερβατικό στοιχείο που ενυπάρχει στον άνθρωπο είναι αυτό το ‘’όχι ακόμα’’, το επερχόμενο. Μ΄αυτή την έννοια αποδομείται το ιδεώδες της αντικειμενικότητας του Είναι που συναρθρώνεται με το νόημα του (ουσία), όπως και το ιδεώδες της απόλυτης και αιώνιας αλήθειας που συνάπτεται με την άχρονη παρουσία του Είναι. Αναδεικνύεται η χρονική-ιστορική διάσταση του Είναι και ο εποχιακός χαρακτήρας της αλήθειας. Πιο εύστοχα θα λέγαμε ότι το Είναι, Δεν Είναι, ξετυλίγεται ως χρόνος με την σκέψη που συνεχώς ανοίγεται σ΄αυτό που της ανοίγεται.

Έτσι ο χρόνος γίνεται η δυνατότητα κατανόησης του Κόσμου σ΄όλες τις μορφές του και αντίστροφα ο Κόσμος εννοείται με όρο το χρόνο κάτι που καταδεικνύει το χρονικό χαρακτήρα του Κόσμου, αλλά και την Κοσμική τροπικότητα του χρόνου. Η ανθρώπινη ύπαρξη διατηρεί μια ιδιαίτερη σχέση με το χρόνο και αυτό γιατί διαμέσου αυτής τίθεται το ερώτημα του χρόνου. Ο άνθρωπος δεν βρίσκεται μέσα στο χρόνο με τον τρόπο των φυσικών αντικειμένων, αλλά «είναι» χρόνος. Θέτουμε σε εισαγωγικά το ‘’είναι’’ για να διαφοροποιηθούμε σπό την αντίληψη του χρόνου ως απόλυτη και άχρονη παρουσία, ως αιώνια ουσία, ως μονιμότητα ενός διαρκώς υπάρχοντος όντος. Ο Κόσμος δεν είναι ούτε ον, αλλά ούτε απλά χρονικό και ο χρόνος δεν είναι απλώς χρονικός, αλλά ούτε απλώς ον.

Η χρονικότητα του κόσμου και η κοσμικότητα του χρόνου, συνιστούν την αινιγματική μονιμότητα Αυτού που επέχειν, που φανερώνεται στο «αίφνης» της στιγμής, στην αιφνιδιαστική έλλαμψη της έλευσης στην παρουσία (κλειστότητα), που διαρκώς  επέρχεται (ανοικτότητα) σε μια αέναη εναλλαγή. Χρόνος και Κόσμος επέχουν και είναι η ‘’εποχή’’ που επιτρέπει την κατανόηση της ιστορικότητας της σκέψης. ‘’Εποχή’’ δεν είναι μόνο αυτό που κάθε φορά μας δίνεται για σκέψη και δράση και το μεταμορφώνουμε με τη σκέψη και τη δράση, αλλά κυρίως αυτό που διατηρείται μετέωρο και αναποφάσιστο. Αυτό που δεν εκφαίνεται και δεν εκφέρεται και καμμιά κρίση δεν μπορεί να το διατυπώσει αποφαντικά. Μ΄αυτή την έννοια η σκέψη σκέπτεται αυτό που της δίνεται και ταυτόχρονα με αυτό που επέχει, το άσκεπτο. Η στοχαστική αναδόμηση της μεταφυσικής και η υπέρβασή της απαιτεί τη διάνοιξη της σκέψης σ΄Αυτό που προσφέρει τη δυνατότητα στους κοινούς οντικούς προσδιορισμούς και καθορισμούς να φανερώσουν το είναι των όντων ως ουσία και παρουσία, δίχως Αυτό να είναι ον, αλλά μετέχοντας στο ον, πράγμα που σημαίνει ότι το ον αποτελεί εκδήλωση του Αυτού, είναι μια σχεσιακή δομή, παρουσίας και απουσίας, φωτός και σκιάς. Αυτό που κάνει τα όντα να είναι αποτελεί το ριζικά Άλλο έναντι όλων των άλλων όντων, δηλαδή συνιστά το μη ον, το μηδέν. Αυτό, το ριζικά Άλλο, αποκαλύπτεται –κρυπτόμενο, μέσω των όντων ως εστία μέθεξης, ενώ τα όντα είναι μέσω της μεθεκτικής σχέσης μ΄Αυτό.