Στη χαραυγή της Δυτικής Σκέψης, ο Παρμενίδης διατυπώνει την ταυτότητα σκέψης και Είναι (ότι ταυτόν εστί νοείν τε και είναι), ενώ η Πλατωνική Οντολογία των Αιώνιων Προτύπων (προτεραιότητα των Ιδεών-Μορφών έναντι της Ύλης) αλλά και η Αριστοτελική Μεταφυσική των «πρώτων αιτιών» και των «Δυναμικών αρχών» (προτεραιότητα της Ύλης = δυνάμει μορφή) θεμελιώνουν την διάκριση Σκέψης και Κόσμου. Θα λέγαμε ότι Σκέψη και Κόσμος ανακύπτουν στην τάξη του Αυτού και το συγκροτούν, διαφοροποιώντας το. Κόσμος και Άνθρωπος δεν απαρτίζουν ούτε μία ούτε δύο συμπαγείς ενότητες και ακόμα λιγότερο οντότητες. Ο Άνθρωπος (αυτό που τον διαπερνά) παράγει τον κόσμο που τον παράγει και συγχρόνως, ο κόσμος παράγει τον άνθρωπο που τον παράγει. Κόσμος και Άνθρωπος είναι ομογενή, συνανήκουν, βρίσκονται σε αντιστοιχία, συνιστούν το Αυτό, που μπορεί να αποκληθεί Εν- όλον, Παν – Τίποτα. Το Τίποτα που τα αναιρεί Όλα ‘’είναι’’ το άλλο ‘’πρόσωπο’’ του Όλου. Όλον και Τίποτα συντήκονται στο Αυτό. Το Συμβάν Αυτού, χωρίς θεμέλιο, φυσικό ή μεταφυσικό, μείγμα που διαφοροποιείται απροσδιόριστα, ρυθμίζει το χρόνο και ρυθμίζεται από αυτόν. Έτσι, το ερώτημα του Χρόνου συνιστά ταυτόχρονα το άνοιγμα του Κόσμου, o χρόνος συνιστά το πεδίο εντός του οποίου πραγματώνονται κάθε προ-φιλοσοφική, φιλοσοφική, αλλά και μετα-φιλοσοφική ερμηνεία και κατανόηση του Κόσμου.
Ολόκληρος ο χρόνος περιέχει σε κάθε μία από τις στιγμές του και τις τρεις διαστάσεις του, κάθε μία από τις διαστάσεις του Χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον) είναι και η ίδια τρισδιάστατη, ξεδιπλώνεται σε κάθε τόπο και στιγμή της ανοικτής σπείρας, της οποίας η «αρχή» και το «τέλος», είναι διαρκώς εκτεθειμένα στο μέλλον. Θέτουμε σε εισαγωγικά την αρχή και το τέλος γιατί δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ημερολογιακώς προσδιοριστέα αρχή του χρόνου, αλλά ούτε και να προβλέψουμε το τέλος του. Κάθε αναφορά για την αρχή και το τέλος τίθενται στον χρόνο. Αλλά, ας επανέλθουμε, Κατ΄αυτόν τον τρόπο λοιπόν, ο χρόνος ξετυλίγεται ως αρχέγονη σπείρα, όπου οι δύο άκρες της σπείρας είναι ταυτόχρονα αναχώρηση και άφιξη που ξετυλίγεται απροσδιόριστα. Έτσι, στην ανοικτή Ολότητα του Χρόνου, που περιστρέφεται ως σπείρα, όλα επαναλαμβάνονται ακατάπαυστα, αλλά μεταμορφωμένα. Επανάληψη του «Ίδιου» και ανάδυση του καινούργιου ως «‘Άλλο», συνδέονται άρρηκτα και δονούνται στον ενωτικό και διαφοροποιό ρυθμό της πανχρονικότητας του χρόνου και των αέναων μεταμορφώσεών του. «Ίδιο» και «Άλλο» συνιστούν το Χρόνο καθώς και κάθε έναν από τους απεριόριστους χρόνους του. Ο Χρόνος το ενιαίο και πολυδιάστατο Ανοιχτό Όλον, ξετυλίγεται, αποσυρόμενο, «είναι» το Ίδιο και την ίδια στιγμή το αντίθετό του, το Άλλο και το διαφορετικό (το διαφέρον και το διάφορο), δίχως το Ίδιο και το Άλλο να διακρίνονται ή να ταυτίζονται. Ίδιο και Άλλο συνυπάρχουν και αλληλοδιαμορφώνονται. Ίδιο και Άλλο δεν συνιστούν ένα αδιαφοροποίητο, αμετάβλητο και αδιαμεσολάβητο, μη αντιφατικό Σύνολο, μια ταυτότητα συμπαγής και ακέραιη που αποκλείει τις αντιπαραθέσεις. Η ταυτότητα δεν συνιστά ενότητα γιατί ταυτότητα και ενότητα δεν είναι ταυτόσημες αφού η ενότητα ενέχει ετερότητα και διαφορά. Ίδιο και Άλλο, ενωμένα και διαφοροποιημένα, προκύπτουν από το Αυτό και το παράγουν ως διαφορετικό κατά το ρυθμό του Χρόνου. Το Αυτό δεν είναι για να το ιδιοποιούμαστε με τις παραστάσεις μας, οι παραστάσεις του Αυτού είναι μεταφυσικές αφαιρέσεις του Αυτού, η έννοια του Αυτού. Ο άνθρωπος ιδιοποιείται τις παραστάσεις του για το Αυτό και θεμελιώνει την ανθρωποκεντρική εμπειρική κοσμοεικόνα του. Η ιδιοποίηση του Κόσμου μέσω των μεταφυσικών αφαιρέσεων-παραστάσεων συνιστά τη ρίζα της ιδιοκτησίας (ιδιωτικής ή δημόσιας), της κατοχής, της επέκτασης, της κατάκτησης, της απαλλοτρίωσης και βέβαια των βαθέων υπαρξιακών αισθημάτων, της υποταγής, της κυριαρχίας και της μνησικακίας. Η ιδιοποίηση Αυτού που δεν είναι, αλλά μετέχει σ΄όλα και σε τίποτα, δίχως αυτό να είναι ον, ιδέα, ή πράγμα, συνιστά τη ιστορία της μεγάλης πλάνης για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Όμως η σιωπηλή δύναμη του Αυτού συντρίβει τις ανθρωποκεντρικές αξιώσεις για έλεγχο και κυριαρχία.