Πριν ξεκινήσω την διερεύνηση του θέματος με το οποίο θα ασχοληθούμε απόψε θα διατυπώσω μερικές γενικές σκέψεις που έχουν σχέση με το θέμα μας. Πρώτα από όλα, η σκέψη είναι οδός και όχι μέθοδος. Η μέθοδος υπακούει σ΄ένα σύνολο προδιατεταγμένων κανόνων που αποβλέπουν σ΄ένα προκαθορισμένο σκοπό. Η λειτουργία της μεθόδου είναι τεχνικο-επιστημονική, δηλαδή θεμελιώνεται σε αιτιακά και επεξηγηματικά σχήματα που αποβλέπουν μέσω των παραστάσεων και των αναπαραστάσεων τους στον υπολογισμό, την μέτρηση και τον έλεγχο του ‘’αντικειμένου τους’’, από τα ορθολογικά και ενσυνείδητα ‘’υποκείμενα’’. Θέτουμε σε εισαγωγικά το αντικείμενο γιατί το ‘’αντικείμενο διαμορφώνεται από την προθετικότητα της συνείδησης του ‘’υποκειμένου’’, τα γνωστικά-συμβολικά πλαίσια,  τις μεθόδους παρατήρησης και τα εργαλεία της παρατήρησης. Αλλά και το υποκείμενο το θέσαμε σε εισαγωγικά γιατί το ‘’υποκείμενο’’, όπως και το ‘’αντικείμενο’’ συνιστούν μεταφυσικές αφαιρέσεις της ενιαίας και αδιαίρετης Ολότητας που ξετυλίγεται ως Χρόνος. Η λογική της μεθόδου είναι τεχνική και η τεχνική είναι το όργανο της οργάνωσης, δηλαδή το πεδίο και οι δυνάμεις του, πεδίο και δύναμη αλληλοδιαμορφώνονται, τα δομικά στοιχεία και οι σχέσεις τους που δημιουργούνται από τη σχέση πεδίου και δύναμης συνιστούν αυτό που λέγεται και ονομάζεται τεχνική και είναι διαφορετικό από αυτό λέμε τεχνολογία που είναι η υλοποίηση της τεχνικής λειτουργίας. Πράγματι, η  ανόργανη και οργανική φύση  ενέχει μία οργάνωση, την οποία ο άνθρωπος αναγνωρίζει, αλλά συγχρόνως την αναδιαμορφώνει και αναδιαμορφώνεται ταυτόχρονα. Η Φιλοσοφική Σκέψη αναρωτιέται γιατί γίνονται όλα αυτά; Η οργάνωση που διέπει τα όντα και τα φαινόμενα είναι στατική και αμετάβλητη; Ποια είναι τα θεμέλια της Επιστημονικής Γνώσης; Τί γίνεται μ΄αυτό που δεν μπορεί να δαμαστεί, που διαφεύγει της δυνατότητας, υπολογισμού, της μέτρησης, της πρόβλεψης και του ελέγχου;, Τι γίνεται δηλαδή μ΄αυτό που δεν μπορεί να γίνει έννοια, ιδέα ή σύμβολο; με το χάος, το κενό, το τίποτα, το μηδέν;  Η Σκέψη, ανοιχτή, ποιητική από τη φύση της, δοκιμάζει την εμπειρία του κόσμου, δηλαδή επιχειρεί να ανταποκριθεί στους ρυθμούς του κόσμου και στις μεταμορφώσεις του, όπως και των αποσπασμάτων του. Ξετυλίγεται πριν από την έλευση της μεταφυσικής διάκρισης του κόσμου σε ‘’αντικείμενο’’ και ‘’υποκείμενο’ και πορεύται πέραν από αυτήν. Ερωτά  για την προέλευση και του προορισμό του Κόσμου, του Κόσμου, ως Εν-Παν και πασχίζει να μιλήσει για αυτό που μας αφορά ζωτικά,  άσχετα αν το αγνοούμε: τον Κόσμο στην Ολότητά του.

Στους νεώτερους χρόνους επικράτησε μια μηχανιστική, υλιστική και αιτιοκρατική αντίληψη για τον φυσικό κόσμο. Η εισαγωγή του υπολογισμού, της μέτρησης και της ακρίβειας, ως μεθοδολογικές αρχές της σύγχρονης επιστήμης, οι οποίες προϋποθέτουν ποσοτικοποιημένα εννοιολογικά μεγέθη, διαμόρφωσε μια ηθική που διέπεται από ανάλογα χαρακτηριστικά, ωφελιμισμό, χρησιμοθηρία και σκοπιμότητα. Τα αφαιρετικά σχήματα, οι φορμαλιστικές μέθοδοι, οι καθολικές ιδέες και έννοιες υπέταξαν καθετί υπαρκτό στην ταυτιστική λογική του αυτόνομου υποκειμενικού Λόγου και της νοησιαρχικής θεώρησης του κόσμου.

Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να διευκρινήσουμε την παραπάνω σχέση “τυπικο-λογικού και “απολύτως ψυχικο-πνευματικού”, αξιοποιώντας και τροποποιώντας τον προβληματισμό του “γερμανικού πνεύματος” που συμπύκνωσε ο Μαξ Βέμπερ και η ιδεαλιστική του αντίληψη για την ιστορία του πολιτισμού. Η ιστορία της ανθρωπότητας οφείλει την ανάπτυξή της σε δύο, κυρίως, παράγοντες που συναρτώνται αλλά δεν ταυτίζονται: στην πρόοδο του “εξωτερικού” ή λογικά κινούμενου πολιτισμού και στην κίνηση του “εσωτερικού” πολιτισμού. Ο “εξωτερικός πολιτισμός βασίζεται στη λογική εκδήλωση της νόησης, η οποία εκδηλώνεται με αναγκαιότητα και γραμμικότητα. Αποβλέπει στη διαμόρφωση των τυπικών υλικών προϋποθέσεων για αυτοσυντήρηση και αναπαραγωγή του είδους και διέπεται από την ηθική της σκοπιμότητας και του ωφελιμισμού. Ο “εξωτερικός” πολιτισμός αξιολογείται με βάση το κριτήριο της εξέλιξης και της προόδου και είναι αναφορικός μιας που στοχεύει σε κάτι πέραν από το ενέργημα της νόησης (τον κόσμο της φύσης), το οποίο βέβαια το αναπλάθει νοηματικά μέσω των συμβολικών-πολιτισμικών συστημάτων και των τεχνικών προϊόντων του. Ο “εσωτερικός” πολιτισμός, ο οποίος λειτουργεί με ακαθόριστο και απροσδιόριστο τρόπο, δηλαδή μη γραμμικό, αποβλέπει στην προσπάθεια της νόησης να υπερβεί τα όρια της λογικής και της σκοπιμότητας και να εξυψωθεί στο απόλυτο. Ο “εσωτερικός” πολιτισμός δεν γνωρίζει βαθμίδες εξέλιξης και προόδου, γιατί κάθε εκδήλωσή του συνιστά τελειότητα και υπάρχει μόνο ως προς εαυτήν, δηλαδή είναι μη αναφορικός, επειδή εκφράζει το “ψυχικώς και πνευματικώς απόλυτον” και δεν υπόκειται σε πρόοδο και ούτε συγκρίνεται μιας που ενσαρκώνει αυτοτελή δομική αξία. Ο “εσωτερικός πολιτισμός” επινοεί μορφές που εκφράζουν αξίες, αλλά και αποτελούν αξίες οι ίδιες. Για να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε την εποχή μας, δεν αρκεί να εξακριβωθεί η αναγκαία, η “αιτιώδης” συνάφειά της με την προοδευτική διαδικασία των τεχνικών μέσων παραγωγής και αναπαραγωγής της ιστορικής-κοινωνικής ζωής και την υπ’ αυτής προσδιοριζόμενων μορφών της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Πρέπει να προϋποτεθεί και καθετί το “μοναδικό”, που δεν έχει σχέση με την προοδευτική εξέλιξη. Και αυτό, επειδή στο “μοναδικό” – χωρίς, έστω, να συνδέεται και προς αυτό αιτιωδώς – αντικαθρεφτίζεται ψυχικο – πνευματικά η εποχή μας, όπως στην αρχαία ελληνική τραγωδία και φιλοσοφία, στη θυσία του Χριστού και στο γοτθικό ρυθμό, στη μουσική του Μπαχ και στον Γκέτε. Τέλος, στη σφαίρα του ψυχικο – πνευματικού πολιτισμού (που δεν μετέχει στην προοδευτική διαδικασία, ένεκα των επικρατούντων σ’ αυτήν νοημάτων “απολύτως ατομικής” υφής) ανήκουν όχι μόνο η τέχνη και οι μορφές, εν γένει, της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας, αλλά και ορισμένες μορφές, κάτω από τις οποίες εκδηλώνονται οι ίδιες οι ανθρώπινες καθημερινές σχέσεις. Επειδή, και στον καθημερινό ανθρώπινο βίο παρεισφρέει το μη καθημερινό, το έκτακτο, το καθ’ υπέρβαση του λόγου, το ανεπίδεκτο λογικής ερμηνείας που επενεργεί στις ανθρώπινες-κοινωνικές σχέσεις και πρακτικές και τις επηρεάζει καθοριστικά πολλές φορές.

Πάρα πολλές εκδηλώσεις της Ιστορίας δεν μπορούν να κριθούν με γνώμονα τα μέτρα της προόδου. Η γλυπτική της Αναγέννησης δεν ήρε την τέχνη της κλασικής αρχαιότητας. Ο “Άμλετ” του Σέξπιρ δεν σημείωσε βήμα προόδου έναντι του “Προμηθέως” του Αισχύλου. Ο γοτθικός ναός δεν υποσκελίζει τον Παρθενώνα κ.λ.π. Η σκοπιμότητα διευθύνει τον εξωτερικό πολιτισμό και οδηγεί προς το διηνεκές του πρακτικότερου κ αι επωφελέστερου. Όμως, ο εσωτερικός πολιτισμός παρακάμπτει τη σκοπιμότητα και μάλιστα, πολλές φορές εκφαίνεται κατ’ αντίθεση προς τις επιταγές της. Αυτός όχι μόνο δεν συντηρεί, αλλά θυσιάζει την αυτοσυντήρηση του ανθρώπου στον βωμό του υπέρτατων ιδανικών της ζωής, το οποίο ξεφεύγει από τα στερεότυπα πλαίσια του “σκόπιμου” του “χρήσιμου” και του “αναγκαίου”. Οι μορφές δε, με τις οποίες εκδηλώνεται ο εσωτερικός πολιτισμός, είναι το καλλιτέχνημα και η ιδέα (η ιδέα όχι ως αίτημα της λογικής, αλλά στην ενδότερη συνύφανσή της με ολόκληρο τον ψυχο-συναισθηματικό και πνευματικό εαυτό μας που είναι δημιούργημα του ιστορικο-κοινωνικού φαντασιακού). Μ΄αυτή την έννοια οι μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται ο εσωτερικός πολιτισμός είναι ανάδυση και δημιουργία καινούργιων σημασιών και νοημάτων που δεν είναι αναγώγιμες σε μια προγενέστερη τυπική ορθολογικότητα. Από αυτό συνάγεται και αποδεικνύεται ότι ο κόσμος δεν είναι καθορισμένος, όπως θεωρούνταν στο σύνολο της ελληνο-δυτικής μεταφυσικής παράδοσης και η τεχνική ως ολοκληρωτικά ορθολογική δραστηριότητα δεν δύναται να γνωρίσει εξαντλητικά το “αντικείμενό” της. Αντίθετα, ο κόσμος “είναι” χάος ή άβυσσος, ριζικά απροσδιόριστος και ανεξάντλητος που δημιουργεί μορφές νοηματοδότησης της ζωής από το μηδέν.

Η Ιστορία, λοιπόν, εξ επόψεως εσωτερικού και ψυχικο – πνευματικού πολιτισμού, αποκαλύπτει σ’ εμάς σειρά κόσμων και πολιτισμών, οι οποίοι (όπως ο αιγυπτιακός, ο βαβυλωνιακός, ο ινδικός, ο κινεζικός, ο περσικο – ιουδαϊκός, ο ελληνορωμαϊκός, ο βυζαντινός, ο ισλαμικός και ο νεότερος δυτικός) εμφανίζονται να έχουν αποκτήσει, ο καθένας απ’ αυτούς, ξεχωριστή, μοναδική ουσία ατομική έκφραση και καθολική φυσιογνωμία δικά τους μεγέθη άνθησης και δικούς τους τρόπους παρακμής. Στην ουσία και φυσιογνωμία του ψυχικο – πνευματικού πολιτισμού, οι κόσμοι αυτοί δε φαίνεται να ανήκουν σε σειρά εξέλιξης και αυτό γιατί το νόημά τους είναι η ίδια η οργανική τους ενότητα ή η δομή τους. Και όμως, χωρίς να ανήκει η ουσία τους σε σειρά εξέλιξης, συνδέονται μεταξύ τους με κάποιον ειρμό ειδικότερα, εκείνον που διέπει – κατά τρόπο ενιαίο και ανέκκλητο- ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας, από το πρώτο της κιόλας ξεκίνημα. Η ενιαία εξέλιξη που διέπει την ανθρωπότητα σαρκώνεται, κυρίως, στην γραμμική πρόοδο της τεχνικής δηλαδή, στην προϊούσα εξάπλωση και τελειοποίηση της εξωτερικής κυριαρχίας του ανθρώπου στη φύση. Κάθε βαθμίδα σ’ αυτήν την εξέλιξη αποτελεί ξεπέρασμα της προηγούμενης και σημαίνει, λογικά, πρόοδο απέναντί της. Πρόοδο, συγκριτικά, με τις δυνατότητες παρέμβασης στον φυσικό κόσμο που παρείχε η προηγούμενη τεχνική και ορθολογική συνθήκη. Αυτό σημαίνει ότι τα τεχνικά επιτεύγματα γίνονται αντικείμενα παλαιώσεως, χαρακτηρίζονται παρωχημένα και τίθενται σε αχρηστία επειδή αξιολογούνται με κριτήριο τη χρησιμότητά τους (σε αντίθεση με τις καλλιτεχνικές μορφές που είναι έγκυρες και αυτοτελείς καθ’εαυτές και δεν συναρτώνται με τη σκοπιμότητα). Οι περιστασιακές (από καιρού εις καιρόν) διακοπές της τυπικο-λογικής και τεχνικής προόδου αυτής (ή μάλλον του αντικτύπου στη συνείδηση των ανθρώπων, λόγω φυσικών καταστροφών, μεγάλων μεταναστευτικών ρευμάτων ή εξαιτίας της επαναστατικής χειραφέτησης και επικράτησης κοινωνικών στρωμάτων πνευματικά παρθένων, αυτό δεν αναιρεί τις αρχές, στις οποίες θεωρείται ότι στηρίζεται η πρόοδος του τεχνικού και εξωτερικού πολιτισμού δηλαδή τις αρχές της μη ανάκλησης και της καθολικότητας. Πέραν αυτού, οι εν λόγω οπισθοδρομήσεις υπήρξαν πρόσκαιρες και ασήμαντες. Στην ουσία, η εξελικτική πορεία στη σφαίρα του τεχνικού και εξωτερικού πολιτισμού είναι σταθερή και αδιάλειπτη. Οποιαδήποτε δε μεγάλη απόκλιση ενός λαού από την πορεία αυτή σημαίνει παροδικό ή και οριστικό -ιστορικά -θάνατο του λαού αυτού. Στην πραγματικότητα, η σφαίρα του τεχνικού – εξωτερικού – πολιτισμού δεν εμφανίζεται, τελείως, διακεκριμένη από την σφαίρα του εσωτερικού πολιτισμού. Το ομοιόμορφο και τυπικό, το μηχανιστικά αναγκαίο στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, αποτελεί την  προϋπόθεση για την επιβίωση τηςανθρώπινης ζωής. Στη συνέχεια δε πρέπει να συλληφθεί το ‘’ακαθόριστο’’ στην Ιστορία και όχι το ‘’καθορισμένο’’ από την εξέλιξη της τεχνικής  και της προοδευτικής αντανάκλασής της πάνω στην κοινωνική ζωή.

Ερευνώντας με ιδιαίτερη επιμέλεια τη μία ή την άλλη σφαίρα της ζωής, δε πρέπει να υποθέσουμε ότι η μεταξύ τους διάκριση απεικονίζει τη διχοτόμηση της ιστορικής και πολιτισμικής πραγματικότητας. Ουσιαστικά αυτές οι δύο σφαίρες του ανθρώπινου βίου (τυπικο-λογικός και ψυχο-πνευματικός πολιτισμός), συνυφαίνονται, συν-λειτουργούν και συν-παράγουν (δίχως να εξισώνονται ή να ταυτίζονται) το Συλλογικό Λόγο κάθε Πολιτισμού. Στην όχθη, π.χ., της τέχνης – που ανήκει στον ψυχικο – πνευματικό πολιτισμό- αποβιβάζονται στοιχεία που οφείλονται στην πρόοδο της τεχνικής, τα οποία διαμορφώνουν νέους όρους (εξωτερικούς, ωστόσο) καλλιτεχνικής δημιουργίας. Και αντιστρόφως: Η μορφή, που παρουσιάζει η οικονομική ζωή ενός λαού, εμφανίζεται πάντοτε συμφυρμένη και με στοιχεία που προέρχονται από την όχθη του ψυχικο – πνευματικού πολιτισμού αυτά χωρίς να μπορούν να επηρεάσουν τελεσίδικα την εξέλιξη της οικονομίας, χρωματίζουν με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο, σε αρκετές περιπτώσεις, τον καμβά της.

Όταν προβαίνουμε στη μεταφυσική διάκριση εσωτερικού και εξωτερικού πολιτισμού, πρέπει να έχουμε κατά νου, οπωσδήποτε, ότι αυτές οι δύο σφαίρες του ανθρώπινου βίου και οι συμβολικές μορφές που τις εκπροσωπούν (η τέχνη, η θρησκεία, η πολιτική, η φιλοσοφία, οι τελετουργίες – η τεχνική, η επιστήμη, η οικονομία) διαφέρουν μεταξύ τους μόνον ως προς το βαθμό της σχέσης τους με το “απολύτως ατομικό”. Εάν σε μια πράξη υπερέχουν τα “απολύτως ατομικά”, η πράξη εκείνη ανήκει στον εσωτερικό πολιτισμό. Επειδή η καλλιτεχνική δραστηριότητα του ανθρώπου, από τη στιγμή που είναι γνήσια και αυθεντική, σημαίνει πάντοτε επικράτησή του “απολύτως ατομικού” σε βάρος του τυπικού, του κοινωνικού και λογικού, γι’ αυτό το λόγο θεωρείται ότι η τέχνη ανήκει στον εσωτερικό πολιτισμό. Τούτος ο πολιτισμός εκδηλώνεται ιστορικά, πράγμα που σημαίνει ότι και αυτός περιέχει στοιχεία τυπικά-λογικά, δίχως τα οποία δεν θα αποτελούσε ιστορική πραγματικότητα. Βέβαια, ο όρος “απολύτως ατομικό” ξενίζει ευθύς εξαρχής και αυτό διότι παραπέμπει στην ολική διάκριση και διαστολή αυτού από το Συλλογικό χρωμόσωμα της Ιστορίας (ιστορικο-κοινωνικό φαντασιακό), το οποίο απαραίτητη προϋπόθεση για να συσταθεί οιοσδήποτε πολιτισμός, οιασδήποτε εξέλιξη και πρόοδος. Όσο κυριαρχεί ο μεταφυσικο-ιδεαλιστικός διαχωρισμός, ‘’ψυχικά απολύτου’’ και τυπικά λογικού’’ δεν μπορεί να αναδειχθεί ο Ενιαίος και Διαφορικός Λόγος και η Ολιστική Σκέψη που πραγματώνεται μέσα από το συλλογικό πρόταγμα της ανθρώπινης ιστορίας. Κια μόνον όταν η Νόηση πληρωθεί και καταστεί Κατανόηση μπορούμε να συλλάβουμε τον Ιστορικό Λόγο-Πράξη, ο οποίος συσχετίζει σε μια μη ταυτολογική ταυτότητα το ‘’απολύτως ατομικό’’ με το ‘’τυπικώς λογικό’’, το ψυχο-πνευματικό’’ στοιχείο με ττο ‘’υλικό’’ στοιχείο. Και σε κάθε περίπτωση, τότε μόνον εκτείνεται ο Λόγος όταν εκτείνεται σε βάθος και πλάτος, όταν δύναται όχι απλώς να αυτοπροσδιοριστεί δια της λογικής του, αλλά και να ετεροπροσδιοριστεί μέσω του θυμολογικού – ψυχο-πνευματικού στοιχείου. Τότε μόνο μπορούμε να αναχθούμε από τον  περιορισμό-εγκλωβισμό  της ανθρωποκεντρικής ιδεολογίας στην εκτεταμένη συνείδηση της συμπαντικότητας και την κοσμική συνύπαρξη.