Μέχρι τώρα η σκέψη, εξαρτημένη από την έρευνα του Κόσμου (Είναι), ως θετικότητα, ως η πληρότητα της παρουσίας του Κόσμου, ως ‘’ουσίας’, εργάζεται με τον συλλογισμό, την λογική επιχειρηματολογία, διατυπώνοντας κατηγορικές ή κατηγορηματικές φράσεις, πασχίζοντας να αποδείξει την Αλήθεια, το Νόημα, την Αιτία, τον τον Σκοπό. Συνεχίζουμε να μιλάμε με όρους του είναι, του μη είναι, του όντος, του μη όντος, λέμε ‘’αυτό είναι’’, ‘’αυτό δεν είναι’’ και καταθέτουμε λόγους και αιτίες που ερμηνεύουν και εξηγούν του κόσμο και τα ‘’όντα’’. Η ανάγκη του ανήκειν σ ένα πλαίσιο σκέψης και δράσης και η ανάγκη εξασφάλισης και βεβαιότητας από τις συμβολικές μορφές και τις φαντασιακές ταυτότητες-ταυτίσεις, φαίνεται ακόμα ανθεκτική. Αυτή η ανάγκη είναι κατανοητή μέσα στα πλαίσια του κλασικού Λόγου, την μέγιστη μεταφυσική αφαίρεση, όπου η ύπαρξη αιτιοκρατικών χωροχρονικών συσχετίσεων, η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων μεταξύ πρότερου και ύστερου, αιτίας και αποτελέσματος και κατ΄ επέκταση η περιγραφή κάθε διυποκειμενικής εμπειρίας είναι απότοκες της διάκρισης του Όλου σε γνωρίζον υποκείμενο και αντικείμενο προς εξέταση, σε παρατηρητή και παρατηρούμενο, θα λέγαμε με σύγχρονους όρους. Άλλωστε ο ίδιος ο Λόγος, ως Απόλυτο Υποκείμενο (Αντικειμενικό), ως άχρονη Θετικότητα, διαστέλλεται και διακρίνεται από τον μη –Λόγο, την άβυσσο του Μηδενός, την Απόλυτη Σιωπή. Αυτό που προηγείται του Λόγου και της Γλώσσας, που τα διατρέχει και τα υπερβαίνει, δεν είναι ένα σημείο, δεν έχει αρχή και τέλος, άνοιγμα από όπου όλα αναδύονται και όλα επιστρέφουν.
Αναζητώντας τη γενεαλογική καταγωγή αυτής της οντολογικής εξέλιξης (την διαστολή και την διάκριση ττου Όλου σε μέρη, όπου το ένα μέρος υποτάσσεται στο άλλο), ανατρέχουμε στους προσωκρατικούς στοχαστές όπου ήδη διαφαίνεται η διάκριση, μιας που γίνονται οι πρώτες απόπειρες να οριστεί και να ονομαστεί ο Κόσμος, να γίνει δηλαδή ένα ιδιαίτερο ον, ένα σημείο. Η εξέλιξη αυτή τυποποιείται στους κλασικούς της ελληνικής αρχαιότητας που συγκεκριμενοποιούν και μορφοποιούν του Κόσμο, τον ταυτίζουν με μια αφηρημένη οικουμενική μορφή (Ένθεη Φύση) και τον υποτάσσουν στην Ιδέα ή και την Ύλη. Έκτοτε η δυαδικότητα αποτελεί το γενετικό υλικό της φιλοσοφικής σκέψης στη μακραίωνη πορεία της και διαμορφώνει τη μοίρα του ιστορικού κόσμου της Δύσης που ολοκληρώνεται πλανητικά και δύει. Αυτή η οντολογική εξέλιξη, η δυαδικότητα, είχε ως μοιραία συνέπεια ο Κόσμος να γίνει ένα Ον που το θεμελιώνει η σκέψη μέσω των παραστάσεων, ένα ενδοκοσμικό ον, έστω το πιο γενικό και καθολικό. Έτσι όμως απωθήθηκε στο ασυνείδητο της σκέψης το αθεμελίωτο και μη αναπαραστάσιμο Εν-Όλον, λησμονήθηκε η σχέση μας μ΄Αυτό που μετέχει σ΄όλα και όλα μετέχουν σ΄Αυτό, δίχως Αυτό να είναι ον και να υπάρχει, το καλειδοσκοπικό Αόρατο Εν, το Σύν-ολο όλων των προοπτικών και των δυνατοτήτων. Αυτό, το Αόρατο Εν-Πολλαπλό, εγκλείει το Ίδιο, το Άλλο και το Διαφορετικό σε μια ενότητα, μη ταυτολογική που επαναλαμβάνεται, διαφοροποιημένα. Αυτό το Εν-Πολλαπλό, αόρατο ως τέτοιο, που εκδηλώνεται στις πολλαπλές όψεις ττου ορατού, δίχως να ταυτίζεται μ΄αυτές, δεν είναι για να το ιδιοποιούμαστε με τις παραστάσεις μας, οι παραστάσεις του Κόσμου είναι οι μεταφυσικές αφαιρέσεις του, η έννοια-ες του Κόσμου. Ο άνθρωπος ιδιοποιείται τις παραστάσεις του για τον Κόσμο και θεμελιώνει την ανθρωποκεντρική εμπειρική κοσμοεικόνα του. Η ‘’ιδιοποίηση’’ του Κόσμου μέσω των μεταφυσικών αφαιρέσεων-παραστάσεων παράγει την εξουσία της δύναμης, συνιστά τη ρίζα της ιδιοκτησίας (ιδιωτικής ή δημόσιας), της κατοχής, της επέκτασης, της κατάκτησης, της απαλλοτρίωσης και βέβαια των βαθέων υπαρξιακών αισθημάτων, της υποταγής, της κυριαρχίας, της μνησικακίας και της εκδικητικότητας που νοηματοδοτούν την ηθική της ατομικής/εγωϊστικής συνείδησης. Η ‘’ιδιοποίηση’’ του Κόσμου που δεν είναι, αλλά μετέχει σ΄όλα και σε τίποτα, δίχως αυτό να είναι ον, ιδέα, ή πράγμα, δίχως να έχει ιδιότητες και να γνωρίζει διακρίσεις, συνιστά τη ιστορία της μεγάλης πλάνης για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Αυτό που είναι, δεν είναι ίδιο με τον εαυτό του, είναι αντιφατικό, δεν αποκλείει το μέσο, δεν έχει αποχρώντα λόγο. Αυτό, η μη τοπολογία του καλειδοσκοπικού Αόρατου, η αέναη μεταμόρφωση της Ενότητας- Πολλαπλότητας, χαράζει το διαγώνιο μονοπάτι της συμφιλίωσης όντων και πραγμάτων. Στο διαγώνιο αυτό μονοπάτι αρθρώνονται σε μια Ολότητα τα αποσπάσματα και συντονίζονται από έναν αόρατο ρυθμό. Η σκέψη που ξετυλίγεται σ΄αυτό το σημείο προϋποθέτει μια μη-εννοιολογική κατανόηση του α-διανόητου, μια ευφυία, αστραπιαία, που θα ιχνηλατούσε τα σημάδια εκδήλωσης του αόρατου κενού, άλλη όψη του Πλήρους, μια ακραία ευαισθητοποίηση που θα προαισθανόταν το αόρατο άγγιγμα του κόσμου στις στιγμιαίες, διαχρονικές και παν-χρονικές εκφάνσεις του και θα μάντευε το μήνυμά του, μια ακρόαση της φωνής της σιωπής, τον αντίλαλο του κόσμου στην συνείδηση.
Η δυαδικότητα στον τομέα της οντολογικής σκέψης είχε το ανάλογό της στο σύνολό της θεωρίας της γνώσης, από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη με τη φιλοσοφία του Είναι έως και τον Καρτέσιο και την φιλοσοφία του Νοειν (Σκέπτομαι άρα Υπάρχω) και στην κατάληξή της με το λογικό θετικισμό του κύκλου της Βιέννης και τη γνωσσανάλυση του Βιτγκενστάιν, θεμελιώθηκε στη μεταφυσική διάκριση Υποκειμένου – Αντικειμένου. Τόσο η κλασική γνωσιοθεωρία όσο και η νεώτερη επιστημολογία συγκροτούν τη θεωρητική και μεθολογική δομή της σκέψης τους στην αρχή της διάκρισης και προβάλλουν την αξιωματική πεποίθηση ότι η γνώση αποκτάται από έναν εξωτερικό-αμέτοχο παρατηρητή μέσω νοητικών κατασκευών που συνιστούν αναπαραστάσεις των ‘’αντικειμένων’’ στα οποία αποβλέπει η συνείδηση. Έτσι διαμρφώνονται κοσμοεικόνες και κοσμοθεωρίες για τον Κόσμο και τη Φύση, πρόκειται όμως για μυθικές ή μυθολογικές αφηγήσεις που συντάσσονται αφαιρετικά από τα συμβολικά-σημειωτικά συστήματα. Όμως ο ‘’εξωτερικός’’ παρατηρητής και το ‘’αντικείμενο’’ προς παρατήρηση συνιστούν Αυτό που τους συνιστά, το Αόρατο Εν-Πολλαπλό, που δεν γνωρίζει διακρίσεις, αλλά στεγάζει αρθρωμένες τις διαφορές.
Οι νοητικές κατασκευές εδράζονται στη λογική της συλλογιστικής απόδειξης, το κατ΄εξοχήν όργανο του θετικού-τεχνικού πνεύματος και του αιτιοκρατικού του πυρήνα, και στην αποδειξιμότητα της νεώτερης πειραματικής μεθόδου, η οποία ασκείται σ΄ ένα πεδίο εκ των προτέρων οροθετημένο και καθορισμένο, αναζητώντας μια κατεύθυνση όντας προσανατολισμένη προς αυτό που θέλει να φτάσει και το οποίο κατευθύνει. Κυρίαρχο κατηγόρημα του θετικιστικού-ορθολογικού πνεύματος είναι η βούληση για δύναμη και κυριαρχία. Έτσι, επιστημολογικά κριτήρια αληθείας του νεώτερου υλιστικού/μηχανιστικού πνεύματος, γίνονται ο υπολογισμός, η μέτρηση και η ποσοτικοποίηση και κατ΄επέκταση η χειραγώγισή τους και τα ηθικά-αξιακά ισοδύναμα αυτού του πνεύματος είναι η σκοπιμότητα, ο ωφελισμός, η χρησιμοθηρία. Όμως αυτά που υπολογίζει, που μετράει και ποσοτικοποιεί ο άνθρωπος είναι τα προϊόντα των νοητικών κατασκευών, οι αντανακλάσεις των προβολών του, τα είδωλα του που σιτίζουν τον ναρκισσιστικό εγωϊσμό του. Ο φετιχισμός των ειδώλων κάνει τον άνθρωπο να μικραίνει και να εξαφανίζεται, να μένει δίχως Κόσμο, δίχως Άνοιγμα. Κόσμος, το αστέρι του ανθρώπου, αυτό που τον δρομολογεί, τον συνδέει, τον διατηρεί και τον μεταμορφώνει εργάζεται αθόρυβα και αθέατα για την μεταμόρφωση του ανθρώπου, για την ανάληψή του και την σύντηξή του στο Ανοιχτό Όλον.
Όλα τα εξηγηματικά σχήματα, και όλες οι νοητικές κατασκευές της σύγχρονης επιστήμης, όσο τολμηρές και εάν είναι, όσο και εάν σχετικοποιούν το υποκείμενο και το αντικείμενο, ενέχουν εικονικότητα (η οποία δεν είναι μόνο πραγματική ούτε και και μόνο φανταστική ή φαντασιακή) και αναφέρονται έκδηλα ή άδηλα σε μια μυθική ή μυθολογική αρχή. Αυτή η αρχή συνιστά την πεμπτουσία της μεταφυσικής σκέψης, την ιδρυτική πράξη της δυαδικότητας. Απαιτείται ένας τεχνικο-επιστημονικός στοχασμός που δεν θα καταφεύγει στην αναπαράσταση, ακόμα και εάν είναι μη παραστατικός. Αυτό σημαίνει ότι η επιστημολογία δεν θα εμμένει στην παρουσία και θα την εξιολογεί θετικά και δεν θα απορρίπτει την απουσία και δεν θα την αξιολογεί αρνητικά. Μια επιστημολογία που θα ευλαβείται αυτό που επέχει, το ανυπολόγιστο, αυτό που διαφεύγει, το μηδέν και το τίποτα και θα συντονίζεται με το χρόνο και τις μεταμορφώσεις του. Μια επιστημολογία που θα αρνείται τα συστήματα και τα πρότυπα, επιεδή γνωρίζει ότι αίτια και αιτιατά και οι δεσμοί τους, μέρη και ολότητες, όπως και το αποκαλούμενο όλον θεμελιώνονται σ΄Αυτό, το αθεμελίωτο, στην άβυσσο του μηδενός, άλλη όψη του Κόσμου, απο την οποία αναδύονται και στην οποία επιστρέφουν, μεταμορφωμένα. Θα αναρωτηθει δικαιολογημένα κάποιος-α, αυτό που αναφέρουμε δεν εκφεύγει από τη δυνατότητα της επιστημονικής γνώσης; δεν δείχνει το τέλος της γνώσης; όπως την γνωριζουμε; Αυτό που λέμε είναι ότι μετά το τέλος της γνώσης χαράζεται ένα διαγώνιο μονοπάτι, το μονοπάτι της συνείδησης, η συνείδηση της ποιητικότητας του Κόσμου που πληροφορεί γι΄αυτό που δεν είναι, το Αδια-νόητο που μετέχουμε και το μεταμορφώνουμε, αγνοώντας το, δίχως Αυτό να μας αγνοεί. Αυτό προϋποθέτει να εισέλθουμε στο βασίλειο της σφαιρικής σκέψης, που δεν αποκλείει τίποτα και τα πάντα την διαφωτίζουν, στην Αποδοχή του Κόσμου, που δεν είναι, αλλά ξετυλίγεται ως ρυθμός των μεταμορφώσεων του χρόνου, ως σπείρα, με διπλή είσοδο και έξοδο που τα δύο άκρα της είναι ταυτόχρονα σημεία εκκίνησης και άφιξης. Αυτό σημαίνει την ανάδυση ενός πλάσματος που κεραυνοβολείται απευθείας από τον Κόσμο, συντονίζεται μ΄αυτό που τον δρομολογεί, τον συνδέει, τον διατηρεί και τον μεταμορφώνει, ένα πλάσμα που απέρχεται, επερχόμενο και επέρχεται, απερχόμενο. Έν πλάσμα που δεν τοπο-θετείται απλώς σε ορισμένο σημείο του ιστορικού χωρόχρονου, αλλά έχει συνείδηση ότι μετέχει της υπέρλογης εμπειρίας του ενιαίου κοσμικού χωροχρόνου, ότι διαμορφώνεται και διαμορφώνει Αυτό που δεν είναι, το Αόρατο Εν/Πολλαπλό που επαλαμβάνεται διαφοροποιημένα.
ΑΥΤΟ: ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ
Το ξετύλιγμα της σκέψης, πριν από τη σύσταση της φιλοσοφίας (μεταφυσικής), κατά τη διάρκεια της λάμψης της, μετά την ολοκλήρωσή της της, στοχεύει Αυτό, το Εν Παν. Τόσο η Ανατολική όσο και η Δυτική μεταφυσική διατυπώνουν τους όρους της ενότητας του Κόσμου. Όμως, αναζητώντας την Ουσία του Κόσμου, το Νόημα της Όντος, διαχωρίζουν το Μηδέν από το Είναι, το Τίποτα από το Όλον, το Κενό από το Παν, την Σκέψη από τη Ζωή, αποδίδοντας, σ΄ ένα από τα αντίθετα, θέση Υπερβατικής Αρχής. Στην Υπερβατική Αρχή δόθηκαν διάφορα ονόματα, οι Ινδοί το ονόμασαν Atman – Brahman, οι Κινέζοι Ταό, οι Αιγύπτιοι Θεό Φθα, στην Αρχαϊκή Ελληνική εποχή το ονόμασαν Λόγο, στην κλασική Ελληνική περίοδο του 5ου αιώνα το ονόμασαν Ένθεη Φύση, Στον Χριστιανικό Μεσαίωνα, Παντοδύναμο Θεό, στον Μοντέρνο Κόσμο, Κυρίαρχο Άνθρωπο, Ενσυνείδητο Υποκείμενο των αντικειμένων και τέλος Κοινωνία των Ανθρώπων, στον κόσμο της Τεχνικής την ονομάζουν Σύμπαν της ύλης-ενέργειας-πληροφορίας. Όλες αυτές οι ονομασίες αποτέλεσαν μεταφυσικές αφαιρέσεις, οι οποίες εξειδανικεύθηκαν και λατρεύθηκαν ως είδωλα-φετίχ, αποτέλεσαν τα μεταφυσικά και ανθρωπολογικά τοτέμ και ταμπού του Ανθρώπινου πολιτισμού γιατί επιχείρησαν να υποτάξουν τον Κόσμο στο Νόημά τους, επιχείρησαν να συστήσουν μια σκέψη μεταξύ ανθρώπου και κόσμου, μια σκέψη που θεμελίωνε τη σχέση σε μια Υπερβατική Αρχή, η οποία υπέτασσε τον κόσμο στο νόημά της. Όλες αυτές οι βιωματικές, εννοιολογικές και συμβολικές μορφές σκέψης αποτέλεσαν ολικές μορφές του Κόσμου όχι τον Κόσμο στην Ανοιχτή Ολότητά του, ορατούς κατοπτρισμούς του αόρατου Κόσμου.
Τι είναι όμως Αυτό που επιδέχεται πολλαπλών ερμηνευτικών προσδιορισμών και πολλαπλών ονομασιών; Ο Κόσμος, Αυτό, λέγεται με πολλούς τρόπους γιατί είναι ΄΄Ενα και πολλαπλό. Αυτό το ενιαίο και πολυδιάστατο, αιωρούμενο και παλλόμενο κέντρο που διατηρείται άσκεφτο, αν και μετέχει, εμπνέει και συντρίβει όλες τις σκέψεις και τις πράξεις μας. Αυτό, το ριζικά Άσκεφτο, εμψυχώνει τη σκέψη και τον δομικό της πυρήνα, τη συνείδηση, δίχως να είναι ή να υπάρχει. Κόσμος, Αυτό, το ριζικά Άσκεφτο, επέχει, διαφεύγει της δυνατότητας εννοιολόγησης και συμβολοποίησης, αποτελεί το αίτιο του Λόγου, της σκέψης και της συνείδησης, δίχως να είναι Λόγος ή μη Λόγος, Σκέψη ή μη Σκέψη, Συνείδηση ή μη Συνείδηση, έναρθρος λόγος ή σιωπή.. Αυτό, «είναι» η άλλη όψη της Σκέψης και ταυτόχρονα «είναι» το άρρητο, το α-διανόητο, το αδύνατο, η Σκέψη βρίσκεται συνεχώς σε σχέση με το ά-σκεφτο, την άρνηση, την αρνητικότητα και το μηδέν. Αυτό που είναι, είναι ταυτόχρονα «είναι» και «τίποτα», έτσι η Σκέψη συνιστά την φασματική, περιστρεφόμενη ταλάντωση του είναι, ως πλήρες και του τίποτα, ως κενό. Αυτό που ξετυλίγεται ως Χρόνος ενιαία και πολυδιάστατα, χωρίς να είναι ή να υπάρχει δεν είναι, δεν υπάρχει,, ενέχει τον πλούτο του διαφορετικού, δεν είναι ποτέ ολικό , ακέραιο και πλήρες, το κενό, το τίποτα και το μη-πλήρες είναι πάντοτε επί το έργον και μας εμφανίζεται ως ανεξάντλητο από δυνατότητες.
Κόσμος, το άλλο όνομα του Χρόνου, είναι αυτό που ενώνει χωρίς να ταυτίζει και χωρίς να διακρίνει Είναι και μη Είναι, Παν και Τίποτα, Πλήρες και Κενό. Κόσμος, Αυτό που ξετυλίγεται ως Χρόνος, Ενιαία και Πολλαπλά. Αυτό, η Ενότητα του Πολλαπλού και η Πολλαπλότητα του Ενός, δε γνωρίζει Οντολογικό θεμέλιο, Υπερβατικό, όπως στην Ανατολική Μυστικιστική σκέψη, Φυσικό, όπως στην Φιλοσοφική σκέψη της κλασικής αρχαιότητας, Θείο, όπως στην θεολογία του χριστιανικού μεσαίωνα, ούτε και Ανθρώπινο, όπως στον ουμανιστικό επιστημολογικό στοχασμό των σύγχρονων, Κόσμος, το αβυσσαλέο άνοιγμα που απο- καλύπτεται μέσω των μεταμορφώσεων του Χρόνου. Κόσμος «είναι» οι μεταμορφώσεις του Χρόνου, Χρόνος «είναι» οι μεταμορφώσεις του Κόσμου, που δεν υπακούει σε πρότυπα, πράγματα ή καταστάσεις εκ των προτέρων υπάρχοντα, ούτε και των υστέρων δοσμένα. Ο Κόσμος ‘’είναι’’ Αυτό που διατηρείται και μεταμορφώνεται από τη συμμετοχή των όντων που διαμορφώνουν και τις τρεις διαστάσεις του Χρόνου και διαμορφώνονται από αυτόν. Το Αυτό ξετυλίγεται ως Χρόνος και η σκέψη «είναι» ο Χρόνος που σκέπτεται ‘’τον’εαυτό του’’, Χρόνος «είναι» η Σκέψη που σκέπτεται τον Χρόνο, στον χρόνο με τον Χρόνο. Χρόνος και Σκέψη, οι χρόνοι του Χρόνου και οι σκέψεις της Σκέψης αποτελούν διαστάσεις της Ανοικτής Ολότητας του Κόσμου, που δεν είναι αλλά ξετυλίγεται, αποσυρόμενος, ως Χρόνος. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν Σκέψη και Κόσμος ταυτίζονται η διακρίνονται; Σ΄αυτό το σημείο αναδεικνύεται μια ριζική μεταστροφή της σκέψης και της σχέσης της με τον Κόσμο.
Στη χαραυγή της Δυτικής Σκέψης, ο Παρμενίδης διατυπώνει την ταυτότητα σκέψης και Είναι (ότι ταυτόν εστί νοείν τε και είναι), ενώ η Πλατωνική Οντολογία των Αιώνιων Προτύπων (προτεραιότητα των Ιδεών-Μορφών έναντι της Ύλης) αλλά και η Αριστοτελική Μεταφυσική των «πρώτων αιτιών» και των «Δυναμικών αρχών» (προτεραιότητα της Ύλης = δυνάμει μορφή) θεμελιώνουν την διάκριση Σκέψης και Κόσμου. Θα λέγαμε ότι Σκέψη και Κόσμος ανακύπτουν στην τάξη του Αυτού και το συγκροτούν, διαφοροποιώντας το. Κόσμος και Άνθρωπος δεν απαρτίζουν ούτε μία ούτε δύο συμπαγείς ενότητες και ακόμα λιγότερο οντότητες. Ο Άνθρωπος (αυτό που τον διαπερνά) παράγει τον κόσμο που τον παράγει και συγχρόνως, ο κόσμος παράγει τον άνθρωπο που τον παράγει. Κόσμος και Άνθρωπος είναι ομογενή, συνανήκουν, βρίσκονται σε αντιστοιχία, συνιστούν το Αυτό, που μπορεί να αποκληθεί Εν- όλον, Παν – Τίποτα. Το Τίποτα που τα αναιρεί Όλα ‘’είναι’’ το άλλο ‘’πρόσωπο’’ του Όλου. Όλον και Τίποτα συντήκονται στο Αυτό. Το Συμβάν του Αυτού, χωρίς θεμέλιο, φυσικό ή μεταφυσικό, μείγμα που διαφοροποιείται απροσδιόριστα, ρυθμίζει το χρόνο και ρυθμίζεται από αυτόν. Έτσι, το ερώτημα του Χρόνου συνιστά ταυτόχρονα το άνοιγμα του Κόσμου, o χρόνος συνιστά το πεδίο εντός του οποίου πραγματώνονται κάθε προ-φιλοσοφική, φιλοσοφική, αλλά και μετα-φιλοσοφική ερμηνεία και κατανόηση του Κόσμου.
Ολόκληρος ο χρόνος περιέχει σε κάθε μία από τις στιγμές του και τις τρεις διαστάσεις του, κάθε μία από τις διαστάσεις του Χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον) είναι και η ίδια τρισδιάστατη, ξεδιπλώνεται σε κάθε τόπο και στιγμή της ανοικτής σπείρας, της οποίας η «αρχή» και το «τέλος», είναι διαρκώς εκτεθειμένα στο μέλλον. Θέτουμε σε εισαγωγικά την αρχή και το τέλος γιατί δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ημερολογιακώς προσδιοριστέα αρχή του χρόνου, αλλά ούτε και να προβλέψουμε το τέλος του. Κάθε αναφορά για την αρχή και το τέλος τίθενται στον χρόνο. Αλλά, ας επανέλθουμε, Κατ΄αυτόν τον τρόπο λοιπόν, ο χρόνος ξετυλίγεται ως αρχέγονη σπείρα, όπου οι δύο άκρες της σπείρας είναι ταυτόχρονα αναχώρηση και άφιξη που ξετυλίγεται απροσδιόριστα. Έτσι, στην ανοικτή Ολότητα του Χρόνου, που περιστρέφεται ως σπείρα, όλα επαναλαμβάνονται ακατάπαυστα, αλλά μεταμορφωμένα. Επανάληψη του «Ίδιου» και ανάδυση του καινούργιου ως «‘Άλλο», συνδέονται άρρηκτα και δονούνται στον ενωτικό και διαφοροποιό ρυθμό της πανχρονικότητας του χρόνου και των αέναων μεταμορφώσεών του. «Ίδιο» και «Άλλο» συνιστούν το Χρόνο καθώς και κάθε έναν από τους απεριόριστους χρόνους του. Ο Χρόνος το ενιαίο και πολυδιάστατο Ανοιχτό Όλον, ξετυλίγεται, αποσυρόμενο, «είναι» το Ίδιο και την ίδια στιγμή το αντίθετό του, το Άλλο και το διαφορετικό (το διαφέρον και το διάφορο), δίχως το Ίδιο και το Άλλο να διακρίνονται ή να ταυτίζονται. Ίδιο και Άλλο συνυπάρχουν και αλληλοδιαμορφώνονται. Ίδιο και Άλλο δεν συνιστούν ένα αδιαφοροποίητο, αμετάβλητο και αδιαμεσολάβητο, μη αντιφατικό Σύνολο, μια ταυτότητα συμπαγής και ακέραιη που αποκλείει τις αντιπαραθέσεις. Η ταυτότητα δεν συνιστά ενότητα γιατί ταυτότητα και ενότητα δεν είναι ταυτόσημες αφού η ενότητα ενέχει ετερότητα και διαφορά. Ίδιο και Άλλο, ενωμένα και διαφοροποιημένα, προκύπτουν από το Αυτό και το παράγουν ως διαφορετικό κατά το ρυθμό του Χρόνου. Το Αυτό δεν είναι για να το ιδιοποιούμαστε με τις παραστάσεις μας, οι παραστάσεις του Αυτού είναι μεταφυσικές αφαιρέσεις του Αυτού, η έννοια του Αυτού. Ο άνθρωπος ιδιοποιείται τις παραστάσεις του για το Αυτό και θεμελιώνει την ανθρωποκεντρική εμπειρική κοσμοεικόνα του. Η ιδιοποίηση του Κόσμου μέσω των μεταφυσικών αφαιρέσεων-παραστάσεων συνιστά τη ρίζα της ιδιοκτησίας (ιδιωτικής ή δημόσιας), της κατοχής, της επέκτασης, της κατάκτησης, της απαλλοτρίωσης και βέβαια των βαθέων υπαρξιακών αισθημάτων, της υποταγής, της κυριαρχίας και της μνησικακίας. Η ιδιοποίηση Αυτού που δεν είναι, αλλά μετέχει σ΄όλα και σε τίποτα, δίχως αυτό να είναι ον, ιδέα, ή πράγμα, συνιστά τη ιστορία της μεγάλης πλάνης για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Όμως η σιωπηλή δύναμη του Αυτού συντρίβει τις ανθρωποκεντρικές αξιώσεις για έλεγχο και κυριαρχία.
Από την αρχή της οντολογικής λογικής (Αριστοτέλης), με την αρχή της ταυτότητας, της μη αντίφασης, έως το τέλος της που ονομάστηκε διαλεκτική (Χέγκελ), με την αρχή της αντίφασης, Ίδιο και Άλλο ενεργούν ανταγωνιστικά και συμπληρωματικά. Ο Χέγκελ και συμφωνεί με τον Αριστοτέλη και δεν συμφωνεί μαζί, αποδέχεται και δεν αποδέχεται την αρχή της ταυτότητας του Αριστοτέλη. Δεν την αποδέχεται με την έννοια ότι ‘’μαζί και κατά το αυτό’’ ένα «κατηγόρημα» μπορεί να είναι κατηγορούμενο και να μην είνα κατηγορούμενο του Αυτού. Το αποδέχεται με την έννοια ότι το θέτειν παραμένει διάφορο του τεθειμένου και το έχει ήδη «αρνηθεί» και «αρνούμενο» και ξεπερνώντας τον εαυτό του. Η συμφωνία και η ασυμφωνία των αντιθέτων και των αντιιφατικών αξίζουν μήπως «κατά το αυτό»; Όχι, αν το αυτό γίνεται κατανοητό με την έννοια του Αριστοτελη, ναι, αν γίνει κατανοητό με την έννοια του Χέγκελ. Θα λέγαμε ότι το Κλειστό Εν και το Ανοιχτό Όλον, ο μυστικός δεσμός τους συνιστά την αναπνοή και την εκπνοή της σκέψης. Το Κλειστό Εν και το Ανοιχτό Όλον, το Αυτό με άλλα λόγια, ξετυλίγεται ως Χρόνος του Κόσμου και ο Κόσμος ξετυλίγεται ως Χρόνος. Το Αυτό, ως ο Χρόνος του Κόσμου, ως ο Κόσμος του Χρόνου, επέχει από κάθε δυνατότητα εννοιολογικού ή ονοματικού προσδιορισμού, ανονομάτιστο και ακατανόμαστο, ανώνυμο και πολυώνυμο εκδηλώνεται και ταυτόχρονα αποσύρεται. Η θνητή του αθανασία, η αθάνατη θνητότητά του ξετυλίγονται ως στιγμή, διάρκεια, μεταμόρφωση, μαζί, και στις τρεις διαστάσεις του, συγχρονικώς και διαχρονικώς, δηλαδή πανχρονικώς. Αυτό, Μία Αντιφατική Δομή, Μη Παραστατική. Η σκέψη αναγνωρίζει ότι Αυτό που είναι δεν είναι ίδιο με τον εαυτό του, είναι αντιφατικό, δεν αποκλείει το μέσο, δεν έχει αποχρώντα λόγο. Όλες οι οντολογικές και γνωσιοθεωρητικές διακρίσεις, Ίδιο και Άλλο, Έν και Πολλαπλό, θεμελιώνονται στην Αριστοτέλεια λογική της ταυτότητας ή της μη αντίφασης, που αποκλείει τον μέσο και αναζητά αποχρώντα λόγο. Με τον Γκέντελ ξεπερνιέται η αριστοτέλεια λογική και η σύγχρονη εκδοχή της, η λογική Boole, ενώ με την κβαντομηχανική επιβεβαιώνεται ακριβώς ότι ο αποκλειόμενος τρίτος είναι τελικά η πηγή και η μήτρα του Κόσμου, η μήτρα που γεννά την ύπαρξη, η οποία δεν χρειάζεται την ταυτότητα. Έτσι αναδεικνύεται το παιχνίδι του Χρόνου, το παιχνίδι του Ενός και του Πολλαπλού.