Μέχρι τώρα η σκέψη,  εξαρτημένη από την έρευνα  του Κόσμου (Είναι),  ως  θετικότητα, ως η πληρότητα της παρουσίας του Κόσμου, ως ‘’ουσίας’, εργάζεται με τον συλλογισμό, την λογική επιχειρηματολογία, διατυπώνοντας κατηγορικές ή κατηγορηματικές φράσεις, πασχίζοντας να αποδείξει την Αλήθεια, το Νόημα, την Αιτία, τον τον Σκοπό. Συνεχίζουμε να μιλάμε με όρους του είναι, του μη είναι, του όντος, του μη όντος, λέμε  ‘’αυτό είναι’’, ‘’αυτό δεν είναι’’ και καταθέτουμε λόγους και αιτίες  που ερμηνεύουν και εξηγούν του κόσμο και τα ‘’όντα’’. Η ανάγκη του ανήκειν σ ένα πλαίσιο σκέψης και δράσης και η ανάγκη εξασφάλισης και βεβαιότητας από τις συμβολικές μορφές και τις φαντασιακές ταυτότητες-ταυτίσεις, φαίνεται ακόμα ανθεκτική. Αυτή η ανάγκη είναι κατανοητή μέσα στα πλαίσια του κλασικού Λόγου, την μέγιστη μεταφυσική αφαίρεση, όπου  η ύπαρξη αιτιοκρατικών χωροχρονικών συσχετίσεων, η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων μεταξύ πρότερου και ύστερου, αιτίας και αποτελέσματος και κατ΄ επέκταση η περιγραφή κάθε διυποκειμενικής εμπειρίας είναι απότοκες της διάκρισης του Όλου σε γνωρίζον υποκείμενο και αντικείμενο προς εξέταση, σε παρατηρητή και παρατηρούμενο, θα λέγαμε με σύγχρονους όρους. Άλλωστε ο ίδιος ο Λόγος, ως Απόλυτο Υποκείμενο (Αντικειμενικό), ως άχρονη Θετικότητα, διαστέλλεται και διακρίνεται από τον μη –Λόγο, την άβυσσο του Μηδενός, την Απόλυτη Σιωπή. Αυτό που προηγείται του Λόγου και της Γλώσσας, που τα διατρέχει και τα υπερβαίνει, δεν είναι ένα σημείο, δεν έχει αρχή και τέλος, άνοιγμα από όπου όλα αναδύονται και όλα επιστρέφουν.

Αναζητώντας τη γενεαλογική καταγωγή αυτής της οντολογικής εξέλιξης (την διαστολή και την διάκριση ττου Όλου σε μέρη, όπου το ένα μέρος υποτάσσεται στο άλλο), ανατρέχουμε στους προσωκρατικούς στοχαστές όπου ήδη διαφαίνεται η διάκριση, μιας που γίνονται οι πρώτες απόπειρες να οριστεί και να ονομαστεί ο Κόσμος, να γίνει δηλαδή ένα ιδιαίτερο ον, ένα σημείο. Η εξέλιξη αυτή  τυποποιείται στους κλασικούς της ελληνικής αρχαιότητας που συγκεκριμενοποιούν και μορφοποιούν του Κόσμο, τον ταυτίζουν με μια αφηρημένη οικουμενική μορφή (Ένθεη Φύση) και τον υποτάσσουν στην Ιδέα ή και την Ύλη. Έκτοτε η δυαδικότητα αποτελεί το γενετικό υλικό της φιλοσοφικής σκέψης στη μακραίωνη πορεία της και  διαμορφώνει τη μοίρα του ιστορικού κόσμου της Δύσης που ολοκληρώνεται πλανητικά και δύει. Αυτή η οντολογική εξέλιξη, η δυαδικότητα,  είχε ως μοιραία συνέπεια ο Κόσμος να γίνει ένα Ον που το θεμελιώνει η σκέψη μέσω των παραστάσεων, ένα ενδοκοσμικό ον, έστω το πιο γενικό και καθολικό. Έτσι όμως απωθήθηκε στο ασυνείδητο της σκέψης το αθεμελίωτο και μη αναπαραστάσιμο Εν-Όλον, λησμονήθηκε η σχέση μας μ΄Αυτό που μετέχει σ΄όλα και όλα μετέχουν σ΄Αυτό, δίχως Αυτό να είναι ον και να υπάρχει, το καλειδοσκοπικό Αόρατο Εν, το Σύν-ολο όλων των προοπτικών και των δυνατοτήτων. Αυτό, το Αόρατο Εν-Πολλαπλό, εγκλείει το Ίδιο, το Άλλο και το Διαφορετικό  σε μια ενότητα, μη ταυτολογική που επαναλαμβάνεται, διαφοροποιημένα. Αυτό το Εν-Πολλαπλό, αόρατο ως  τέτοιο, που εκδηλώνεται στις πολλαπλές όψεις ττου ορατού, δίχως να ταυτίζεται μ΄αυτές, δεν είναι για να το ιδιοποιούμαστε με τις παραστάσεις μας, οι παραστάσεις του Κόσμου είναι οι μεταφυσικές αφαιρέσεις του, η έννοια-ες του Κόσμου. Ο άνθρωπος ιδιοποιείται τις παραστάσεις του για τον Κόσμο και θεμελιώνει την ανθρωποκεντρική εμπειρική κοσμοεικόνα του. Η  ‘’ιδιοποίηση’’ του Κόσμου μέσω των μεταφυσικών αφαιρέσεων-παραστάσεων παράγει την εξουσία της δύναμης, συνιστά τη ρίζα της ιδιοκτησίας (ιδιωτικής ή δημόσιας), της κατοχής, της επέκτασης, της κατάκτησης, της απαλλοτρίωσης και βέβαια των βαθέων υπαρξιακών αισθημάτων, της υποταγής, της κυριαρχίας, της μνησικακίας και της εκδικητικότητας που νοηματοδοτούν την ηθική της ατομικής/εγωϊστικής συνείδησης. Η  ‘’ιδιοποίηση’’ του Κόσμου που δεν είναι, αλλά μετέχει σ΄όλα και σε τίποτα, δίχως αυτό να είναι ον, ιδέα, ή πράγμα, δίχως να έχει ιδιότητες και να γνωρίζει διακρίσεις, συνιστά τη ιστορία της μεγάλης πλάνης για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Αυτό που είναι, δεν είναι ίδιο με τον εαυτό του, είναι αντιφατικό, δεν αποκλείει το μέσο, δεν έχει αποχρώντα λόγο. Αυτό, η μη τοπολογία του  καλειδοσκοπικού Αόρατου, η αέναη μεταμόρφωση της Ενότητας-  Πολλαπλότητας, χαράζει το διαγώνιο μονοπάτι της συμφιλίωσης όντων και πραγμάτων. Στο διαγώνιο αυτό μονοπάτι αρθρώνονται σε μια Ολότητα τα αποσπάσματα και συντονίζονται από έναν αόρατο ρυθμό. Η σκέψη που ξετυλίγεται σ΄αυτό το σημείο προϋποθέτει μια μη-εννοιολογική κατανόηση του α-διανόητου, μια ευφυία, αστραπιαία, που θα ιχνηλατούσε τα σημάδια εκδήλωσης του αόρατου κενού, άλλη όψη του Πλήρους, μια ακραία ευαισθητοποίηση που θα προαισθανόταν το αόρατο άγγιγμα του κόσμου στις στιγμιαίες, διαχρονικές και παν-χρονικές εκφάνσεις του και θα μάντευε το μήνυμά του, μια ακρόαση της φωνής της σιωπής, τον αντίλαλο του κόσμου στην συνείδηση.

Η δυαδικότητα στον τομέα της οντολογικής σκέψης είχε το ανάλογό της στο σύνολό της  θεωρίας της γνώσης, από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη με τη φιλοσοφία του Είναι έως και τον Καρτέσιο και την φιλοσοφία του Νοειν (Σκέπτομαι άρα Υπάρχω) και στην κατάληξή της με το λογικό θετικισμό του κύκλου της Βιέννης  και τη γνωσσανάλυση του Βιτγκενστάιν, θεμελιώθηκε στη μεταφυσική διάκριση Υποκειμένου – Αντικειμένου. Τόσο η κλασική γνωσιοθεωρία όσο και η νεώτερη επιστημολογία  συγκροτούν τη θεωρητική και μεθολογική δομή της σκέψης τους στην αρχή της διάκρισης και προβάλλουν την αξιωματική πεποίθηση ότι η γνώση αποκτάται από έναν εξωτερικό-αμέτοχο παρατηρητή μέσω  νοητικών κατασκευών που συνιστούν αναπαραστάσεις των ‘’αντικειμένων’’ στα οποία αποβλέπει η συνείδηση. Έτσι διαμρφώνονται κοσμοεικόνες και κοσμοθεωρίες για τον Κόσμο και τη Φύση, πρόκειται όμως για μυθικές ή μυθολογικές αφηγήσεις που συντάσσονται αφαιρετικά από τα συμβολικά-σημειωτικά συστήματα. Όμως ο ‘’εξωτερικός’’ παρατηρητής και το ‘’αντικείμενο’’ προς παρατήρηση συνιστούν Αυτό που τους συνιστά, το Αόρατο Εν-Πολλαπλό, που δεν γνωρίζει διακρίσεις, αλλά στεγάζει αρθρωμένες τις διαφορές.

Οι νοητικές κατασκευές εδράζονται στη λογική της συλλογιστικής απόδειξης, το κατ΄εξοχήν όργανο του θετικού-τεχνικού πνεύματος και του αιτιοκρατικού του πυρήνα,  και στην αποδειξιμότητα της νεώτερης πειραματικής μεθόδου, η οποία ασκείται σ΄ ένα πεδίο εκ των προτέρων οροθετημένο και καθορισμένο, αναζητώντας μια κατεύθυνση όντας προσανατολισμένη προς αυτό που θέλει να φτάσει και το οποίο κατευθύνει. Κυρίαρχο κατηγόρημα του θετικιστικού-ορθολογικού πνεύματος είναι η βούληση για δύναμη  και κυριαρχία. Έτσι, επιστημολογικά κριτήρια αληθείας του νεώτερου υλιστικού/μηχανιστικού πνεύματος, γίνονται ο υπολογισμός, η μέτρηση και η ποσοτικοποίηση και κατ΄επέκταση η χειραγώγισή τους και  τα ηθικά-αξιακά ισοδύναμα αυτού του πνεύματος είναι η σκοπιμότητα, ο ωφελισμός, η χρησιμοθηρία. Όμως αυτά που υπολογίζει, που μετράει και ποσοτικοποιεί ο άνθρωπος είναι τα προϊόντα των νοητικών κατασκευών, οι αντανακλάσεις των προβολών του, τα είδωλα του που σιτίζουν τον ναρκισσιστικό εγωϊσμό του. Ο φετιχισμός των ειδώλων κάνει τον άνθρωπο να μικραίνει και να εξαφανίζεται, να μένει δίχως Κόσμο, δίχως Άνοιγμα. Κόσμος, το αστέρι του ανθρώπου, αυτό που τον δρομολογεί, τον συνδέει, τον διατηρεί και τον μεταμορφώνει εργάζεται αθόρυβα και αθέατα για την μεταμόρφωση του ανθρώπου, για την ανάληψή του και την σύντηξή  του στο Ανοιχτό Όλον.

Όλα τα εξηγηματικά σχήματα, και όλες οι νοητικές κατασκευές της σύγχρονης επιστήμης, όσο τολμηρές και εάν είναι,  όσο και εάν σχετικοποιούν το υποκείμενο και το αντικείμενο, ενέχουν εικονικότητα (η οποία δεν είναι μόνο πραγματική ούτε και και μόνο φανταστική ή φαντασιακή) και αναφέρονται έκδηλα ή άδηλα σε μια μυθική ή μυθολογική αρχή. Αυτή η αρχή συνιστά την πεμπτουσία της μεταφυσικής σκέψης, την ιδρυτική πράξη της δυαδικότητας. Απαιτείται ένας τεχνικο-επιστημονικός στοχασμός που δεν θα καταφεύγει στην αναπαράσταση, ακόμα και εάν είναι μη παραστατικός. Αυτό σημαίνει ότι η επιστημολογία δεν θα εμμένει  στην παρουσία και θα την εξιολογεί θετικά και δεν θα απορρίπτει την απουσία και δεν θα την αξιολογεί αρνητικά. Μια επιστημολογία που θα ευλαβείται αυτό που επέχει, το ανυπολόγιστο, αυτό που διαφεύγει, το μηδέν και το τίποτα και θα συντονίζεται με το χρόνο και τις μεταμορφώσεις του. Μια επιστημολογία που θα αρνείται τα συστήματα και τα πρότυπα, επιεδή γνωρίζει ότι αίτια και αιτιατά και οι δεσμοί τους, μέρη και ολότητες, όπως και το αποκαλούμενο όλον θεμελιώνονται σ΄Αυτό, το αθεμελίωτο, στην άβυσσο του μηδενός, άλλη όψη του Κόσμου, απο την οποία αναδύονται και στην οποία επιστρέφουν, μεταμορφωμένα. Θα αναρωτηθει δικαιολογημένα κάποιος-α, αυτό που αναφέρουμε δεν εκφεύγει από τη δυνατότητα της επιστημονικής γνώσης; δεν δείχνει το τέλος της γνώσης; όπως την γνωριζουμε; Αυτό που λέμε είναι ότι μετά το τέλος της  γνώσης χαράζεται ένα διαγώνιο μονοπάτι, το μονοπάτι της συνείδησης, η συνείδηση της ποιητικότητας του Κόσμου που πληροφορεί γι΄αυτό που δεν είναι, το Αδια-νόητο που μετέχουμε και το μεταμορφώνουμε, αγνοώντας το, δίχως Αυτό να μας αγνοεί. Αυτό προϋποθέτει να εισέλθουμε στο βασίλειο της σφαιρικής σκέψης, που δεν αποκλείει τίποτα και τα πάντα την διαφωτίζουν, στην Αποδοχή του Κόσμου, που δεν είναι, αλλά ξετυλίγεται ως ρυθμός των μεταμορφώσεων του χρόνου, ως σπείρα, με διπλή είσοδο και έξοδο που τα δύο άκρα της είναι ταυτόχρονα σημεία εκκίνησης και άφιξης. Αυτό σημαίνει την ανάδυση ενός πλάσματος που κεραυνοβολείται απευθείας από τον Κόσμο, συντονίζεται μ΄αυτό που τον δρομολογεί, τον συνδέει, τον διατηρεί και τον μεταμορφώνει, ένα πλάσμα που απέρχεται, επερχόμενο και επέρχεται, απερχόμενο. Έν πλάσμα που δεν τοπο-θετείται απλώς σε ορισμένο σημείο του ιστορικού χωρόχρονου, αλλά έχει συνείδηση ότι μετέχει της υπέρλογης εμπειρίας του ενιαίου κοσμικού χωροχρόνου, ότι διαμορφώνεται και διαμορφώνει Αυτό που δεν είναι, το Αόρατο Εν/Πολλαπλό που επαλαμβάνεται διαφοροποιημένα.