Ως νοούμενο στη φιλοσοφική γραμματεία εννοείται το μη αισθητό πράγμα, το υπεραισθητό, αυτό που συλλαμβάνεται μέσω της αφαιρετικής σκέψης, αυτό που μπορούμε να το σκεφτούμε μόνο με το νου. Στην φιλοσοφική παράδοση, ως νοούμενα, μπορούμε να κατατάξουμε τις Πλατωνικές Ιδέες ή τις μονάδες του Λάιμπνιτς. Βέβαια και οι δύο αυτές μεταφυσικές θέσεις θεωρούν έναν προ-δεδομένο κόσμο που διέπεται από μια υπερβατική αναγκαιότητα και έναν φυσικό κόσμο που υποτάσσεται στην αναστρεψιμότητα, σε ντετερμινιστικούς νόμους -και τη χρονική συμμετρία-, η γνώση των οποίων οδηγούν εγγύτερα στη θεία, άχρονη Σοφία, υποβαθμίζουν όμως την ποιητικότητα του Κόσμου. Άλλωστε μετά τους προσωκρατικούς και ιδιαίτερα μετά τον Ηράκλειτο μέχρι και τον Χέγκελ κάθε μεταφυσική σκέψη διατυπώνει τους όρους της ενότητας του Κόσμου, αναζητώντας την ουσία του, διαχωρίζοντας όμως το είναι από το μηδέν το είναι από το φαίνεσθαι, τα πράγματα από τα φαινόμενα. Ο σκόπελος στον οποίο σκοντάφτει η φιλοσοφία είναι η κλειστότητα της ενότητας, είτε ιδεαλιστική είτε υλιστική η ενότητα διατηρείται κλειστή στον εαυτό της, αυτάρκης, αυθύπαρκτη και αυθυπόστατη. Όμως για να υπάρξει ενότητα απαιτείται κλειστότητα, το είναι, ταυτολογικό, είναι απόλυτο και άσχετο με οτιδήποτε άλλο, με το Άλλο του. ΄Ετσι σττην κλασική μεταφυσική ελλοχεύει διαρκώς ένας φιλοσοφικός ναρκισσισμός, ένα είδος διανοητικού αυτισμού ή νοησιαρχικού εγωϊσμού. Αν όμως η κλειστότητα υπήρξε ο σκόπελος της φιλοσοφίας, τότε η χρονικότητα είναι ο ύφαλος πάνω στον οποίο σκοντάφτει συνεχώς η μεταφυσική, επειδή η ανοιχτότητα, η απροσδιοριστία και η δημιουργικότητα είναι όλα όσα αντίκεινται στην κλειστότητα της ενότητας. Η κβαντική οντολογία  είναι αποκαλυπτική της ποιητικότητας του κόσμου μέσω του θεμελιώδους γνωρίσματος του φυσικού κόσμου, της απροσδιοριστίας και της ανάδειξης καινοφανών μορφών μη αναγώγιμων στο παρελθόν, δηλαδή μορφών που δημιουργούνται από αυτό που ήδη υπάρχει πάντα και χρησιμοποιώντας στοιχεία απ΄αυτό που υπάρχει ήδη, αλλά ως μορφή αυτό που προκύπτει είναι κάτι καινούργιο και αυτή η μορφή, ως οργανική ενότητα,  προέρχεται από το χάος που είναι οργανώσιμο σε κάποιο βαθμό. Το χάος, μη χαοτικό, αποτελεί την ορίζουσα ιδιότητα του Κόσμου, Κόσμου που ‘’είναι’’ ανεξάντλητος και από την άλλη ‘’είναι’’ ικανότητα δημιουργίας και μορφοποίησης.. (Όλα αυτά θα τα αναπτύξουμε σε επόμενο μάθημα).

Ας επιστρέψουμε όμως στο βασικό θέμα μας. Ο όρος ‘’νοούμενο’’ συνδέεται με τη μεταφυσική θεωρία του Κάντ για το ‘’πράγμα καθεαυτό’’, το ‘’όντως ον’’. Σύμφωνα με τον Κάντ, ενώ τα φαινόμενα μπορούν να γίνουν αντιληπτά μόνο μέσω των αισθήσεων, τα πράγματα καθεαυτά είναι τα φυσικά όντα τα οποία διαφεύγουν της αισθητηριακής αντίληψης και επομένως δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενα γνώσης, μπορούν όμως να τα σκεφτούμε. Η θεμελιώδης διαφορά της κβαντικής μηχανικής σε σχέση με το καντιανό ‘’πράγμα καθεαυτό’’ είναι ότι στο κβαντικό πεδίο τα φυσικά όντα δεν είναι ‘’όντως όντα’’, δηλαδή δεν είναι ‘’πραγματικά’’ ‘η ‘’αντικειμενικά’ , με την έννοια του καλώς ορισμένα κατά ένα εγγενή, αυτοτελή, αμετάβλητο και απόλυτο τρόπο. Έτσι, ο όρος ‘’νοούμενο’’ που χρησιμοποιούμε δεν τον ταυτίζουμε με το καντιανό ‘’πράγμα καθεαυτό’’, μια οντολογική κατηγορία δηλαδή αποδεσμευμένη από τη συνείδηση του σκεπτόμενου όντος. Αντίθετα, θεωρούμε ότι το ‘’νοούμενο’’ είναι δυνάμει ‘’ον’’, δέσμη δυνατοτήτων, μη τοπικά και χρονικά τοπο-θετημένη, φορέας δυνάμει του συνόλου του Κόσμου. ‘’Νοούμενη’’, μπορούμε να ορίσουμε τη συνείδηση, πριν την αναγνώρισή της (αυτοσυνείδηση) από το εξατομικευμένο νοήμων υποκείμενο, ‘πριν την πτώση’’ (‘’σπάσιμο’’ της παν-χρονικότητας σε διαστάσεις), θα λέγαμε ποιητικά, από το μη νοητό Εν, τον Άχρονο Κόσμο. Το ‘’νοούμενο’’ καθορίζει την αυτοσυνείδηση που το καθορίζει και μεταμορφώνονται αμοιβαία κατά το χωροχρονικό ξεδίπλωμα του Κόσμου. Η νοούμενη Συνείδηση, απεριόριστη και απέραντη, διευθετεί το χρονικό πεδίο, όπου εμφανίζεται το πεπερασμένο αυτοσυνείδητο ον, με αυτή την έννοια η αυτοσυνείδηση καθορίζεται από τη Συνείδηση, μέσα από ότι μας απο-καλύπτει, ενώ ταυτόχρονα αποσύρεται. Αρκεί να είμαστε ανοιχτοί και διαθέσιμοι να δεξιωθούμε το μήνυμά της.

Όπως είπαμε και σε άλλο μάθημα, η περιγραφή του υποατομικού κόσμου στα πλαίσια της κβαντικής μηχανικής είναι συναρτημένη από το πειραματικό πλαίσιο. Η αλληλεπίδραση με το πειραματικό πλαίσιο (ερώτηση+θεωρία+μέτρηση+περιβάλλον) συνιστά το αναγκαίο φυσικό πλαίσιο για την υποστασιοποίηση των κβαντικών οντοτήτων, οι οποίες δεν είναι απόλυτες πραγματικότητες, αλλά οντικές δυνητικότητες (ontic potentiality) του κβαντικού όντος. Με άλλα λόγια το κβαντικό ον, πριν την μέτρηση, είναι σε μια κατάσταση υπέρθεσης, η μέτρηση, η αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και το πειραματικό πλαίσιο μέτρησης θα το  διαμορφώσει, δηλαδή το κβαντικό ον θα εκδηλώσει μια καλώς ορισμένη ιδιότητα βάσει των συνθηκών του πειραματικού πλαισίου. Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική «μορφοποιεί» το αντικείμενο της θεωρίας, αυτό αποδομεί την πεποίθηση της αντικειμενικής υπόστασης των μικροφυσικών οντοτήτων. Έτσι η αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα μικρο-φυσικά συστήματα μετατρέπεται από όριο στη γνώση  σε όρο δυνατότητας για τη γνώση. Με βάση τα παραπάνω η ‘’φαινόμενη’’’ οντότητα που εκδηλώνεται,ως αντικείμενο παρατήρησης, φέρει ιδιότητες της φύσης του κβαντικού ‘’όντος’’ συναρτήσει των καθορισμένων πειραματικών συνθηκών. Οι κβαντικές ιδιότητες αυτές, όπως είπαμε, δεν είναι προ-δεδομένες, αλλά πλαισιο-συναρτημένες από ένα προ-επιλεγμένο, καλώς ορισμένο πλαίσιο. Το κβαντικό ‘’ον’’ δεν διαθέτει μια αναλλοίωτη «ταυτότητα» αλλά μια δυνάμει ύπαρξη, η δυνάμει ύπαρξη μετασχηματίζεται σε ενεργεία ύπαρξη και πραγματώνεται οντικά υπό τις δεδομένες συνθήκες που χαρακτηρίζει το εκάστοτε πειραματικό περιβάλλον. Οπότε αυτό που λέμε κβαντικό ‘’ον’’ συνιστά ένα διαφοροποιημένο σύνολο των δυνάμει και ενεργεία προσδιορισμών του, οι δυνάμει και ενεργεία προοσδιορισμοί δεν αντιτίθενται τυπικά αλλά αντιτίθενται διαλεκτικά και πραγματώνονται αμοιβαία και συμπληρωματικά. Αν το κβαντικό ‘’ον’’ είναι ένα διαφοροποιημένο σύνολο, ως ολότητα συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το κβαντικό ‘’ον’’ μπορεί να βρεθεί. Έτσι η ολότητα του κβαντικού ‘’όντος’’ είναι το σύνολο, δυνητικά απεριόριστων δυνατοτήτων ενώ το κβαντικό ‘’ον’’, που διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα της μέτρησης, συγκροτείται από το σύνολο των ιδιοτήτων του.

Εν ολίγοις, τα κβαντικά όντα, η εκδήλωσή τους, οι ιδιότητές τους,  οι καλώς ορισμένς τιμές που τους αποδίδονται δεν είναι προ-δεδομένα και ανεξάρτητα απο τη νόηση. Η νόηση, το ερώτημα και το πειραματικό πλαίσιο που δοκιμάζει την θεωρητική υπόθεση, μορφοποιούν και καθορίζουν παραγωγικά το κβαντικό ον. Στην κβαντική μηχανική δεν υπάρχουν απόλυτα αντικείμενα, ουσιωδώς ορισμένα (καλώς ορισμένα), κατά έναν εγγενή τρόπο, με ιδιότητες δηλαδή, αυτοτελείς και αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις του φυσικού κόσμου. Το κβαντικό ον δεν έχει ‘’πραγματικότητα’’ ή ‘’αντικειμενικότητα’’ δεν είναι το καντιανό ‘’πράγμα καθεαυτό, το ‘’όντως είναι’’ της κλασικής οντολογίας, αντίθετα τα κβαντικά όντα που πραγματεύεται η κβαντική μηχανική, αναπαριστούν φορείς προτύπων, οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή με το περιβάλλον τους. Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο οποίο τοποθετούνται καθώς και από τις διαδκασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο αναγκαίο στην διατύπωση του επιστημονικού λόγου. Έτσι η διαχωρισιμότητα των αντικειμένων και η τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων που εμπειρικά παρατηρούνται, παράγονται μέσω της αποκοπής ή της αφαίρεσης των συζευγμένων συσχετίσεων του αντικειμένου που εξετάζεται από το περιβάλλον του. Έτσι, τα κβαντικά όντα που προκύπτουν είναι πλαισιακά εξαρτημένα, μπορούμε για αυτό να μιλάμε για ‘’φαινόμενες’’ οντότητες, των οποίων η διαμόρφωσή τους συνδηλώνεται από την εκάστοτε  θεωρία. ‘’ Φαινόμενες’’ οντότητες δεν σημαίνει ότι αποτελούν απλώς και μόνο δημιουργικές επινοήσεις της νόησης, αλλά αναδεικνύουν και αντανακλούν δομικές σχέσεις του φυσικού κόσμου, απρόσιτα στην αισθητηριακή εποπτεία, συναρτήσει βέβαια ενός καλώς ορισμένου θεωρητικού και πειραματικού πλαισίου. Θα λέγαμε ότι το κβαντικό ον γίνεται γνωστό μέσω των εκδηλώσεών του, μόνο διαμέσου των ‘’φαινόμενων’’ υπάρξεών του. Από τη στιγμή που μιλήσαμε για ‘’φαινόμενες’’ οντότητες, σημαίνει ότι ‘’νοούμενες’’ οντότητες είναι αυτές πριν γίνει η τομή Heisenberg, πριν διαχωριστεί το υποκείμενο από το αντικείμενο, πριν υπάρξει οποιαδήποτε αλληλεπίδραση του ενσυνείδητου εγώ. Η έννοια της ‘’νοούμενης’’ οντότητας παραμένει, πειραματικά,  απροσπέλαστη οντότητα, συνέπεια αυτού είναι να μην παρέχει στο υποκειμενικό εγώ, πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατό να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο. Κάθε φορά που παρατηρείται η ‘’νοούμενη’’ οντότητα μεταμορφώνεται σε ‘’φαινόμενη’’ οντότητα.