… Ο Νίτσε – αλλά και πιο πριν ο Σπινόζα και ο σύγχρονός του Σοπενάουερ -ηταν αυτός που συνόψισε την κληρονομιά της κρίσιμης φιλοσοφίας του 18ου αιώνα δείχνοντας στο έργο του το μέλλον της ψυχολογίας βάθους του εικοστού αιώνα. Από τότε το ασυνείδητο μέρος της ψυχής ασκεί αποφασιστική επιρροή στην ανθρώπινη αντίληψη, αυτή η ιδέα όμως εξελίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στη δυτική σκέψη με τον Φρόυντ που την εισήγαγε στο στερέωμα της σύγχρονης πνευματικής ανησυχίας. Ήδη, από τις εισαγωγικές του διαλέξεις ο Φρόυντ, θεωρούσε ότι η ψυχανάλυση αντιπροσώπευε το τρίτο χτύπημα στην παιδική αφέλεια του ανθρώπου, το πρώτο ήταν η θεωρία του Κοπέρνικου για το ηλιοκεντρικό σύστημα και η δεύτερη ήταν η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου. Η ψυχανάλυση αποκάλυψε ότι όχι μόνο η Γη δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος, όχι μόνο ο άνθρωπος δεν είναι το προνομιούχο επίκεντρο της κοσμικής δημιουργίας, αλλά ακόμη και ο ανθρώπινος νους και το ενσυνείδητο εγώ, η πολύτιμη αίσθηση της ύπαρξης ενός λογικού εαυτού, είναι μόνο μια πρόσφατη και επισφαλής ανάπτυξη από την αρχέγονη ταυτότητα της φύσης, και το ανθρώπινο εγώ δεν είναι καθόλου κύριος του σπιτιού του, αντίθετα είναι ενεργούμενο μη συνειδητών ενορμήσεων και παθών.
Και πάλι, όπως ο Κοπέρνικος και όπως ο Καντ, αλλά σε ένα εντελώς νέο επίπεδο, ο Φρόυντ έφερε τη θεμελιώδη αναγνώριση ότι αυτό που αποκαλούμε ‘’πραγματικότητα’’ του ‘’αντικειμενικού κόσμου’’ διαμορφώνεται συμβολικά, εν πολλοίς από τις ασυνείδητες δυνάμεις που υποκινούν τον ψυχισμό του υποκειμένου, αυτό συνέβαλλε περαιτέρω στην αποδυνάμωση του ανθρώπινου ναρκισσισμού, αλλά και στη σχετικοποίηση της αλήθειας και στην απομυθοποίηση του γνωστικού εγχειρήματος.. Αλλά ενώ ήταν ο Φρόυντ που ανασήκωσε το πέπλο των ψευδαισθήσεων και των αυταπατών, ο Jung ήταν εκείνος που ανέλαβε να διερευνήσει πιο συστηματικά τις φιλοσοφικές συνέπειες των ανακαλύψεων της δομικής ψυχολογίας. Εν μέρει αυτό συνέβη επειδή ο Jung είχε μελετήσει την κριτική φιλοσοφία του Κάντ, την οποία θεωρούσε ότι ήταν η μητέρα της σύγχρονης ψυχολογίας, ήταν ενημερωμένος για την επιστημολογικές επισημάνσεις που είχε διατυπώσει ο Carl Popper και βέβαια λόγω της πνευματικής του ιδιοσυγκρασίας ήταν αποστασιοποιημένος από τον επιστημονισμό-θετικισμό που ελλόχευε στη σκέψη του Φρόϋντ.
ΑΡΧΕΤΥΠΑ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ
Ο Φρόυντ, τόσο στο Τοτέμ και Ταμπού, όσο και στο Μωυσής και μονοθεϊσμός, επικαλείται σαφώς την έννοια μιας συλλογικής κληρονομιάς αρχέγονων αναμνήσεων. Έκανε λόγο για μεταφορά αρχετυπικών εμπειριών και τραυμάτων μέσω του ασυνειδήτου του ανθρώπινου είδους. Η ίδια ιδέα των κληρονομικών ή φυλετικών αρχέτυπων αναμνήσεων, υπονοείται στην μεταψυχολογία του Πέραν της αρχής της ηδονής, όπου μιλάει για τον Οιδίποδα, για το μύθο του φόνου στην πρωτόγονη ορδή, προβαίνει στην αναλυτική διάκριση της ψυχικής δομής σε Υπερ-Εγώ Εγώ και Αυτό, διερευνά την αντινομική φύση των θεμελιωδών ενορμήσεων του Έρωτα και του Θανάτου, με άλλα λόγια είχε δεχτεί δηλαδή τα ένστικτα ως ουσιαστικά αρχέτυπα. Αλλά οι αναγωγιστικές του υποθέσεις και ο επιστημονισμός-θετικισμός που διαπερνούσε το έργο του, περιόρισαν δραστικά την έρευνα των αρχετύπων και του συλλογικού ασυνειδήτου. Άλλωστε, όπως ο ίδιος ο Φρόυντ αναγνώριζε, επρόκειτο για μυθολογικές κατασκευές, για δραματουργικές μεταφορές και εικονιστικές αλληγορίες, εξίσου ζωτικές για την κατανόηση του ανθρώπινου δράματος όσο και η αγνωστικιστική-επιστημονική κοσμοθεωρία του.
Η ιδέα, λοιπόν, του συλλογικού ασυνειδήτου, όπου το ψυχικό υλικό και οι αρχέτυπες εικόνες, όπως τα όνειρα, οι αναμνήσεις, οι σπερματικές εικόνες, ενσωματώνονται και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά διαμέσου των χιλιετιών είναι γνώρισμα που χαρακτηρίζει τόσο τη σκέψη του Φρόυντ όσο και του Jung. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η φροϋδική ψυχανάλυση σκόπευε να απαλλάξει την ανθρώπινη ψυχή από την παιδικότητα των μεταφυσικών δοξασιών, αντίθετα η ψυχολογία του Jung αντλούσε στοιχεία από τη θρησκευτική εμπειρία για πολλές από τις βασικές της κατηγορίες και έβλεπε τη θρησκεία ως αναγκαίο εξελικτικό παράγοντα στην ιστορία και στην υγεία της ανθρώπινης ψυχής. Έτσι, η σύγκρουση Φρόυντ και Jung, πέραν από τις διαφορετικότητα των ιδιοσυγκρασιών, μπορούμε να πούμε ότι ήταν μια επιστημολογική διαμάχη ανάμεσα στον αγνωστικισμό και την υπερβατική πίστη, σ΄ένα βαθύτερο επίπεδο μια μονομαχία ανάμεσα σε μια νέα μυθολογία, υποκατάστατο πίστης και σε μυθολογικό σύστημα που ήθελε να επαναφέρει τους αρχαίους θεούς. Ο Φρόυντ επιχείρησε να ξορκίσει τους πανάρχαιους μύθους του ανορθολογισμού και της πίστης στο υπερφυσικό και ο Jung επιχείρησε να αποκαταστήσει την παλιά λατρεία και τον ιερό μύθο, την ‘’ομορφιά και τον σκοπό της αρχαίας θρησκείας’’, όπως υποστήριζε ο ίδιος. Ο Φρόυντ γνήσιο τέκνο του ουμανιστικού ανθρωπισμού πίστευε στο διαφωτισμό του Λόγου και της επιστήμης, παρά το γεγονός ότι θεωρούσε ότι και αυτή η συμβολική μορφή συνιστά εκλογίκευση και εξειδανίκευση, αλλά επέμενε ότι ήταν η μόνη συμβολική μορφή η οποία αυτοελέγχεται και αυτοδιορθώνεται, δηλαδή δεν είναι δογματικό και αυταρχικό γνωστικό σύστημα. Ο Jung, από την άλλη πλευρά, διαβλέπει το υπαρξιακό κενό που επιφέρει η απομάγευση του τεχνικο-επιστημονικού κόσμου στη σύγχρονη ψυχή και πασχίζει να διασώσει τη μαγεία, επαναφέροντας τη μεταφυσικό στοιχείο και τη θρησκευτική ιερότητα της ζωής, όπως αυτή εκφραζόταν στους αρχαίους μύθους.
Όλοι οι παραπάνω λόγοι, μεταφυσικοί, ψυχολογικοί, κοινωνιολογικοί και βιογραφικοί, οι οποίοι διαφοροποιούν τον Φρόυντ από τον Jung, μπορούν να συνοψιστούν στη διαφορετική αντίληψη όσον αφορά τον χρόνο. Ο Φρόυντ είχε, κυρίως, μια γραμμική θεώρηση του χρόνου, αναγνώριζε και αποδεχόταν την οριστική και αμετάκλητη θνητότητα του ανθρώπου και το πεπερασμένο των δυνατοτήτων του και πάσχιζε να τον συμφιλιώσει με την αναπόφευκτη εντροπία της δημιουργίας, η οποία θα επαναφέρει τον άνθρωπο στη φυσική κατάσταση της ανόργανης ύλης. Σ΄αυτή την κατάσταση, τη φυσική κατάσταση της ανόργανης ύλης, θα συναντήσει ξανά τη γαλήνη και την ανάπαυση, αυτό το ον, που όσο ζει, δεν εξισορροπεί τη σχέση του με το περιβάλλον, βρίσκεται σε μια κατάσταση μη-ισορροπίας, ασυμμετρίας, κατάσταση που δημιουργεί την επίγνωση του χρόνου, του εγώ-εαυτού και του επικείμενου θανάτου. Το βέλος του χρόνου καθορίζεται από την αυξανόμενη εντροπία, δηλαδή από την κατεύθυνση που αυθόρμητα ακολουθεί ένα σύστημα προσπαθώντας να ισορροπήσει. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος νοιώθει ‘’αταίριαστος’’, σε σχέση με το περιβάλλον του, αποτελεί από τη μια το ελατήριο της εξέλιξης και της δημιουργικής αλλαγής του, αλλά από την άλλη βιώνει άφατο πόνο και διχασμούς οδυνηρούς.
Ο Jung, είχε, κυρίως, μια κυκλική θεώρηση του χρόνου, είχε ως όραμά του την Ονειρική εποχή των αρχαϊκών εποχών, όπου η φυσική αντιστοιχία του ανθρώπου με τους κύκλους της ζωής – ενσωματωμένη μέσα στη βαθιά ριζωμένη πίστη της μετενσάρκωσης και της ανάστασης-αναγέννησης- καθησύχαζε και κατεύναζε το φόβο του θανάτου. Ο υποσυνείδητος φόβος του θανάτου, αναιρείτο από την αναζωογονητική υπόσχεση του κυκλικού χρόνου, σ΄αυτή την προ-προσωπική κατάσταση του όντος, σύμφωνα με την αφήγηση του Jung, το πλάσμα εκείνο ταίριαζε με το περιβάλλον του και δεν είχε κανένα λόγο να αλλάξει, βρισκόταν σε μια άχρονη κατάσταση ύπαρξης.
Εξελικτική ιστορία ή αδιαφοροποίητη επανάληψη του Ίδιου αρχετυπικού κοσμικού προτύπου; Χρόνος ή Άχρονο, Ύλη ή Πνεύμα, Πολιτισμός ή Φύση, αυτές είναι μερικές από τις διαφοροποιήσεις ή και αντιθέσεις που αντιπαραθέτουν τη Φρουδική επιστημολογία με τη Γιουγκιανή και βέβαια ταλαιπωρούν συνολικά τη μεταφυσική, δηλαδή, τη φιλοσοφική ιστορία. Αν δεχτούμε την κυκλική περιστροφή των αρχετυπικών δομών, τότε αποδεχόμαστε τη μεταφυσική της αναγκαιότητας ενός αυτόνομου μοτίβου που επαναλαβάνεται αέναα και δεν γνωρίζει διαφοροποίηση, δηλαδή αποδεχόμαστε μια μεταφυσική της ουσίας ή αλλιώς μια πάγια και αμετάβλητη ανθρώπινη φύση. Αυτό συνδηλώνει μια οντολογία του άχρονου και αιώνιου κόσμου που επαναλαβάνεται αέναα. Από την άλλη, αν δεχτούμε τη γραμμική αντίληψη της εξελικτικής ιστορίας της φύσης, αναγνωρίζουμε συνεχείς διαφοροποιήσεις και αλλαγές που δεν έχουν σχέση με κληρονομημένες διαχρονικές μορφές και μοτίβα συμπεριφοράς της ανθρώπινης εμπειρίας, αυτό σημαίνει ότι αποδεχόμαστε το αέναο γίγνεσθαι της δημιουργίας.
Από τη μια η δομή που επαναλαμβάνεται και από την άλλη μια δομή, ανοιχτή και σε διαδικασία δόμησης. Θα λέγαμε ότι οι αρχετυπικές δομές των αμετάβλητων στοιχείων και η εξελικτική φυσική ιστορία των μεταβλητών, συνυπάρχουν, συν-διαμορφώνονται και συν-μεταβάλλονται. Τα αρχέτυπα ως καλούπι μορφοποιούν τις εμπειρίες που μεταβάλλονται και οι εμπειρίες μορφοποιούν το καλούπι που μεταβάλλεται –δίχως καλούπι και εμπειρίες να ταυτίζονται ή να διακρίνονται-, σαν ένα κύκλωμα ανάδρασης που μεταβολίζει τα αντίθετα, τα αναιρεί και τα εγγράφει στον σφαιρικό χωροχρόνο που μεταμορφώνεται απροσδιόριστα. Ενδεχομένως, να μπορούμε να αναγνωρίσουμε έναν συνολικό αρχέτυπο ρυθμό στην κοσμική εξέλιξη της συνείδησης, ξεκινώντας από μια αρχέγονη αδιαφοροποίητη ενότητα, μια συγχωνευτική και συμβιωτική κατάσταση, οδεύουν σε μια σταθερή μετακίνηση προς διαφοροποίηση, σταδιακή ενδυνάμωση της αυτόνομης ανθρώπινης διάνοιας, την αργή σφυρηλάτηση του υποκειμενικού εαυτού που τη συνοδεύει η απογοήτευση για την έλλειψη σύνδεσης με τον κόσμο, την απόσυρση στο ασυνείδητο, την οικουμενική αποξένωση, τη ριζική αποδόμηση και, τέλος, ίσως, την ανάδυση μιας συμμετοχικής συνείδησης που επανασυνδέεται με το συμπαντικό, με την πλήρη σημασία του όρου.
Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΡΥΘΜΟΣ
Μια ριζική προσέγγιση δεν βλέπει αυτές τις δυνάμεις –τα αρχετυπικά μοτίβα και τις εξελικτικές μεταβολές-, ούτε ως ανταγωνιστικές, ούτε ως συμπληρωματικές, ούτε και τις συνθέτει σε μια αδιαφοροποίητη ενότητα. Αυτό που παρουσιάζεται υπό την όψη της δυαδικότητας κυριαρχείται από έναν ενιαίο και πολλαπλασιαζόμενο ρυθμό: οι δύο εκδηλώσεις ούτε ταυτόσημες είναι, αλλά ούτε διαχωρισμένες, ενεργούν και ενιαία και διαφοροποιημένα. Μπορούμε να αναλάβουμε τις δυαδικές αντιθέσεις και να τις εγγράψουμε στον σφαιρικό χωροχρόνο και στις μεταμορφώσεις του που τον διαφοροποιούν απροσδιόριστα. Ο σφαιρικός χωροχρόνος, οι μεταμορφώσεις ‘’του’’, αδιαχώριστος από το μηδέν, δεν είναι, δημιουργείται και καταστρέφεται ταυτοχρόνως. Ανατρέχοντας πέραν των διακρίσεων, διασχίζοντάς τες, έχουμε να σκεφτούμε το αινιγματικό κέντρο από όπου προέρχονται οι μεταγενέστερες διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις, οι οποίες ενέχουν αυτό το κέντρο άσχετα αν το αγνοούν. Το μετέωρο αυτό κέντρο – το διαρθωμένο και εν κινήσει σύνολο – δεν δρά σαν αιτία, πραγματική, μεταφυσική ή μεταφορική, αλλά αυτό το κέντρο, παρόν-απόν, ένα και διαφοροποιημένο μαζί, γνωρίζει πολλαπλές μεταμορφώσεις, χωρίς να μπορούμε να πούμε ποιά διάσταση προηγείται και ποιά έπεται.
Θα λέγαμε ότι η εξελικτική διαδικασία εμπλουτισμού της συνείδησης είναι η κατανόηση της εξελικτικής διαδικασίας μέσω της συνείδησης, για να κλείσει ο κύκλος ανάδρασης ανάμεσα στην ύλη και το νου και να διαβούμε το κατώφλι της εξόδου προς το μεγάλο Όλον. Αυτό έχει ήδη συμβεί, ο χωροχρόνος ‘’τυλίγεται γύρω από τον εαυτό του’’ για να σχηματίσει τη σφαίρα της αχρονικότητας, όχι την άχρονη ισορροπία (όπου δεν υπάρχει ούτε παρελθόν, ούτε παρόν, ούτε μέλλον, μια κατάσταση που καταλύεται η Σκέψη, ο Λόγος και η Συνείδηση και γλυστράμε στο βάραθρο του αβυσσαλέου Μηδενός) αλλά τον καθολικό χρόνο της συνείδησης (όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον, συνυπάρχουν, ενιαία και τρισδιάστατα, δηλαδή κάθε διάσταση περιλαμβάνει και τις άλλες δύο, όπως εκδηλώνονται συγχρονικά, διαχρονικά και πανχρονικά, τόσο τοπικά, όσο πλανητικά και συμπαντικά). Ακόμα, βέβαια, το ανθρώπινο είδος βρίσκεται σε μια κοιλάδα που το τυλίγει η ομίχλη, ο δρόμος για να φτάσει ψηλά στην κορυφή και να ατενίσει καινούργιους ορίζοντες είναι μακρύς και επικίνδυνος, έχει να αναρριχηθεί γκρεμούς, όμως το μέλλον υπάρχει ήδη στο παρόν, έχει υπάρξει στο παρελθόν. Ο δρόμος για τις απάτητες και αφώτιστες κορυφές διέρχεται μέσα από τον θάνατο του εγώ-εαυτού και στοχεύει την κατεύθυνση της ενιαίας διόρασης του κόσμου. Οι άνθρωποι, που δεν είναι άνθρωποι, αλλά ερευνητές και πειραματιστές ή καλύτερα διαβάτες που οδοιπορούν, δίχως να γνωρίζουν προς ποιά ακριβώς κατεύθυνση στοχεύει η πορεία τους και γιατί, ήδη βρίσκονται σε διαδικασία ανάληψης και ξεπεράσματος, μετατοπισμένοι σ΄έναν τόπο, μη τοπολογικό και σ΄έναν χρόνο, μη χρονολογικό, στον Κόσμο, όχι τον φυσικοεπιστημονικό, τον Κόσμο, ως Εν-Παν, ως Παν-Τίποτα.