Φρόυντ: Η Διάνοιξη της Σκέψης και ο ίσκιος του Λόγου
Η διερεύνηση της ασυνείδητης σφαίρας του ανθρώπινου ψυχισμού και των πολύπλοκων διεργασιών του, από τον Φρόυντ, δεν παρείχε, απλώς, ένα ευρετικό εργαλείο για την ερμηνεία και κατανόηση των ψυχικών εκδηλώσεων, αλλά, κυρίως, απομυθοποίησε τον ανθρωποκεντρικό ναρκισσισμό και τη φιλοσοφική-μεταφυσική πεποίθηση ότι το αυτοσυνειδητοποιημένο υποκείμενο της νεωτερικότητας, διέπεται από αυτάρκεια και διαφάνεια και κατ΄ επέκταση είναι υπεύθυνο και ελέγχει τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τις πράξεις του και αποφασίζει με την αυτόνομη βούλησή του. Η φροϋδική ανακάλυψη του ασυνειδήτου ανατρέπει την καρτεσιανή έννοια της υποκειμενικότητας, αμφισβητεί την καρτεσιανή εξίσωση υποκείμενο=εγώ=συνείδηση. Η “κοπερνίκεια” μετατόπιση του κέντρου της συνείδησης από το υποκειμενικό εγώ στην ασυνείδητη δομή του ψυχισμού υποψιάζει για τα αβυσσαλέα σκοτάδια του όντος και τη χαώδη υφή του Κόσμου που δεν μπορεί να ενσωματωθεί στο συμβολικό λόγο, ενώ τον διατρέχει, και μόνιμα διαφεύγει. Έτσι προβληματικοποιεί –χωρίς να τις υπερβαίνει- τις έννοιες-φετίχ, όπως αλήθεια, πραγματικότητα, αυθεντικότητα, ίδιον, ιδιοποίηση και ανήκειν και δείχνει ότι δεν υπάρχει καμία θεμελιώδης γνώση, ούτε καμία βασική βεβαιότητα, αφού όλα τα συμβολικά-γνωστικά συστήματα και η ίδια η επιστήμη, της οποίας είναι συγκρατημένα, αλλά και πεισματικά υπέρμαχος, συνιστούν εκλογικεύσεις σε σχέση με το πραγματικό, αφαίρεση σε σχέση με το συγκεκριμένο, γενίκευση σε σχέση με το ειδικό, τα εκλογικευμένα στοιχεία, εξειδανικεύονται και γίνονται ιδέες, ιδεώδη, ιδανικά και αρχές με αναφορά ένα μεταφυσικό επέκεινα, ένα νοηματικό υπερπέραν. Αποκαλύπτει ότι οι συμβολικές θεσπίσεις συνιστούν εξειδανικεύσεις –αγνοεί βέβαια τη βαθύτερη σημασία τους- και οι φαντασιακές ταυτότητες-ταυτίσεις, ριζικές αυταπάτες. Ενώ πάσχισε να φωτίσει και να ξορκίσει τους πανάρχαιους ίσκιους του ανορθολογισμού, της πίστης στο υπερφυσικό, εντούτοις το εγχείρημα, εκπληρώθηκε, αποτυγχάνοντας. Το λέμε αυτό γιατί η ψυχανάλυση –και εξαιτίας του Φρόυντ και όχι μόνο των φροϋδιστών- συνιστά μια ‘’αντιθεολογική’’ θεολογία, μια ‘’αντιθρησκευτική’’ ‘’μεταθρησκεία’’, ο μεταφυσικός πυρήνας της οποίας διαθέτει όλα τα δομικά γνωρίσματα της κλασικής μυθολογίας και της μοντέρνας μυθο-λογίας, της τεχνολογίας, βέβαια ο Φρόυντ, το αναγνώριζε. Όλο το εγχείρημα του Φρόυντ κινείται μεταξύ εκείνου που ο ίδιος ονομάζει ορμεμφυτική μυθολογία και της ελπίδας σε μια μέλλουσα φαρμακοδυναμική και τεχνική δράση. «Το δόγμα των ορμεμφύτων είναι, ούτως ειπείν, η μυθολογία μας» γράφει στις Nouvelles conferences sur la psychanalysis. «Το μέλλον θα μάς μάθει, ας ελπίσουμε, να δρούμε άμεσα, με τη βοήθεια ορισμένων χημικών ουσιών, επί των ποσών ενέργειας και του καταμερισμού τους μέσα στον ψυχικό μηχανισμό», λέει μέσα στο Abrege de psychanalyse.
Η Μεταφυσική της Ψυχανάλυσης
Ο μεταφυσικός – φιλοσοφικός χωροχρόνος που νοηματοδοτεί την Φροϋδική εμπειρία είναι η κυρίαρχη Υποκειμενικότητα (Αντικειμενική) των νεώτερων καιρών με τους ζωτικούς του μύθους, με δεσπόζον μύθο, το μύθο της παντοδυναμίας του Λόγου, του τεχνικο-επιστημονικού λογισμού και της θετικότητάς της. Ενώ εργάζεται με πνεύμα ριζοσπαστικής αποδόμησης και ανατροπής του μεταφυσικού δυϊσμού και υπαινίσσεται μια άλλη προοπτική, εντούτοις δεν κατορθώνει παρά να αντιστρέψει τους όρους της μεταφυσικής προοπτικής και μένει υποτελής της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας, κάνοντας την Ύλη το Υπερβατικό σημαίνον, δέσμιος του νατουραλιστικού επιστημολογικού προτύπου και της υλιστικής έκφρασής της. Να μην λησμονούμε όμως ότι γνωσιοθεωρητικό «παράδειγμα» της εποχής του θεμελιώνεται στην καρτεσιανή μεταφυσική που διακρίνει τον κόσμο σε res extensa και σε res cogitans και το κοσμολογικό «παράδειγμα», εδράζεται στην νευτώνεια φυσική και την αιτιοκρατική αντίληψη του χρόνου.
Παρά την αμφισβήτηση από τον Φρόυντ των θεμελιωδών εννοιών-λέξεων της Δυτικής Μεταφυσικής, εντούτοις η ανθρωπολογία του παραμένει ανθρωποκεντρική, επιμένει να χρησιμοποιεί σχήματα και πρότυπα ερμηνευτικής κατανόησης και αιτιακής εξήγησης και όχι μόνο δεν καταφέρνει να αποδεσμευθεί από αυτές τις διακρίσεις και να σκεφτεί αυτό που δίνεται προς σκέψη και οικοδόμηση, αλλά μένει προσηλωμένος- παρά την αμφισβήτησή τους- στις έννοιες της αλήθειας και της πραγματικότητας και δεν τολμά να τις μετατοπίσει προς τον ορίζοντα, προς τα δίκτυα -και όχι τις αιτίες- τον κόσμο της περιπλάνησης. Ο εν λόγω κόσμος, ξεδιπλώνεται και αναδιπλώνεται και μέσα σε μια αδιάκοπη μεταμόρφωση, παραμένει δίχως αρχή και τέλος. Ο χωρίς θεμέλιο Κόσμος, μέσω του οποίου εμφανίζονται αίτια και δεσμοί, μέρη και πολυσύνθετα και ακόμα το περίφημο όλον της μεταφυσικής, συνιστά την ενότητα του πλήρους και του κενού, του Παντός και του Τίποτα. Αυτή η Ενότητα, η μη ταυτολογική, διανοίγει και διανύει έναν τόπο μη τοπολογικό, που ανοίγεται και παραμένει χαίνων, καθώς έχει ερημωθεί από αυτό που αποσύρεται, τον χρόνο, τον μη χρονολογικό. Έτσι και η Φροϋδική σκέψη δομείται στο πλαίσιο των ‘’αρχετυπικών τοτέμ’’ του κλασσικής φιλοσοφικής και κοσμολογικής σκέψης που είναι οι δυαδικές αντιθέσεις και η αιτιοκρατική αρχή, τα οποία καθορίζουν, διαχρονικά, το σύστημα των κοινωνικών αναπαράστασεων.
Ασυνείδητο
Ενώ λοιπόν, ο Φρόυντ, εκθρονίζει το νεωτερικό κοσμοείδωλο της συνείδησης, το ego cogito, και το υποκαθιστά με το ασυνείδητο (Αυτό), εντούτοις και το ασυνείδητο, αυτός ο αρχέγονος φαντασιακός ορίζοντας, διερευνάται και συλλαμβάνεται ορθολογικά από το γνωστικό Υποκείμενο και την αναπαραστασιακή του ικανότητα. Του διαφεύγει ο μυθολογικός ορίζοντας της ψυχανάλυσης, ο μεταφυσικός πυρήνας της, μιας που διακρίνει τον Άνθρωπο από τον Κόσμο, διακρίνει τον Κόσμο σε κόσμο της πραγματικότητας και σε κόσμο της αναπαράστασης και δεν υποψιάζεται την συνύπαρξη ανθρώπου και κόσμου, την ενωτική και διπλή ταυτόχρονα εκδήλωση του μοναδικού Αόρατου Εν-Πολλαπλού που ξετυλίγεται χωροχρονικά. Κόσμος και Άνθρωπος ανήκουν αμοιβαία ό ένας στον άλλο και βρίσκονται πάντα τοποθετημένοι στο κέντρο της όλης σχέσης, αδιαχώριστης από το χρόνο που κατοικεί στο κέντρο της όλης σχέσης, και της κίνησης των μεταμορφώσεών της.
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι: Το ασυνείδητο ως μια λογική κατασκευή, δεν ερμηνεύεται από το ενσυνείδητο υποκείμενο; Αυτή η ερμηνεία, δεν είναι μια ερμηνεία που διατυπώνει το συνειδητό για το ασυνείδητο; Το ασυνείδητο δεν περιλαμβάνεται στην ερμηνεία που διατυπώνει το συνειδητό; Το ασυνείδητο δεν έχει τη συνείδησή του; Άλλωστε η δυνατότητα ερμηνείας του δεν μάς το δείχνει; Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί και δίνονται για τη σχέση συνειδητού-ασυνείδητου είναι διπλές: τοποθετούν το ένα στο πεδίο του πνευματικών δυνάμεων και το άλλο στο πεδίο των υλιστικών δυνάμεων. Μια πιο ριζική προσέγγιση δεν βλέπει αυτές τις δυνάμεις, ούτε ως ανταγωνιστικές, ούτε ως συμπληρωματικές, ούτε και τις συνθέτει σε μια αδιαφοροποίητη ενότητα. Αυτό που παρουσιάζεται υπό την όψη της δυαδικότητας κυριαρχείται από έναν ενιαίο και πολλαπλασιαζόμενο ρυθμό: οι δύο εκδηλώσεις ούτε ταυτόσημες είναι, αλλά ούτε διαχωρισμένες, ενεργούν και οι δύο, ενιαία. Αν ξεπεράσουμε τις λογικές αρχές, δηλαδή την αρχή της ταυτότητας, την αρχή της αντίφασης, την αρχή του αποκλειόμενου μέσου ή τρίτου και την αρχή του αποχρώντος λόγου, τότε θα κατανοήσουμε ότι Αυτό που είναι, δεν είναι ίδιο με τον εαυτό του, είναι αντιφατικό, δεν αποκλείει το μέσο, δεν έχει αποχρώντα λόγο. Θα κατανοήσουμε ότι η ψυχαναλυτική εργασία και όλη η επιστημονική εργασία, δεν στοχεύουν Αυτό από το οποίο όλα προέρχονται και στο οποίο μετέχουν, αλλά ασχολούνται με τη δευτερογενή παραγωγή του κόσμου σε «υποκείμενο» και «αντικείμενο», απότοκη του αποβλεπτικού ενεργήματος του ενσυνείδητου υποκειμένου και των δημιουργικών δυνατοτήτων του. Δεν αναρωτιούνται ποιά είναι ο ορμή όλων αυτών, ποιά η προέλευση του «υποκειμένου» και του «αντικειμένου»; Από ποιόν ορίζοντα ξεπήδησε αυτός ο διαχωρισμός και αυτοί οι προσδιορισμοί; Τί τα κάνει να εμφανίζονται, να εξαφανίζονται, να επανεμφανίζονται κατά το ρυθμό των μεταμορφώσεων; Οι ‘’φυσικοί νόμοι’’, οι ‘’αρχές’’ και οι ‘’κανόνες’’ που διέπουν το «υποκείμενο», το «αντικείμενο» και τις σχέσεις τους είναι αναλλοίωτα και αιωνίως στατικά; δεν υπόκεινται στο χρόνο; δηλαδή δεν μεταβάλλονται κατά την ερμηνευτική δυναμική που κάθε φορά αναπτύσσεται στο χρόνο, με το χρόνο; Τι είναι αυτό που επιδέχεται απεριόριστων ερμηνευτικών προσδιορισμών, δίχως αυτό να εξαντλείται σ΄αυτές; Τι κάνει τις ερμηνείες να διαφοροποιούνται και να αλλάζουν; Η ίδια η φαινομενολογία του ερμηνευτικού εγχειρήματος δεν μάς δείχνει την Ανοιχτότητα του Κόσμου, δηλαδή τις μεταμορφώσεις του; Η Ανοιχτότητα δεν συστήνει την αγωνία του ανθρώπου; Όσο το γνωστικό εγχείρημα παραμένει ενδοκοσμικό, δηλαδή δέσμιο της αλήθειας, του όλου, της πραγματικότητας, του πραγματικού, τόσο θα αφήνει τον Κόσμο, άσκεφτο, και τον άνθρωπο περιορισμένο στη φαινομενολογική/ατομική του ύπαρξη.
Μπορούμε να αναλάβουμε τη δυαδική αντίθεση συνειδητού και ασυνειδήτου και να την εγγράψουμε στον σφαιρικό χωροχρόνο και στις μεταμορφώσεις του. Ανατρέχοντας πέραν της διάκρισης, διασχίζοντάς την, έχουμε να σκεφτούμε το αινιγματικό κέντρο από όπου προέρχονται οι μεταγενέστερες διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις. Το κέντρο αυτό – το διαρθωμένο και εν κινήσει σύνολο – δεν δρά σαν αιτία, πραγματική, μεταφυσική ή μεταφορική, αλλά αυτό το κέντρο, παρόν-απόν, ένα και διαφοροποιημένο μαζί, γνωρίζει πολλαπλές μεταμορφώσεις, χωρίς να μπορούμε να πούμε ποιά διάσταση προηγείται και ποιά έπεται. Συνειδητό και Ασυνείδητο δεν είναι παρά όψεις, ίδιες και ενάντιες αυτού του αποσπασματικού-ολικού Σχεδίου, ενός Σχεδίου προωτότυπου, δίχως πρότυπο. Ενός Σχεδίου όπου το τυχαίο είναι το όργανο της αναγκαιότητας που δεν αποτελεί το αμετάκλητο και ουδέποτε επέρχεται ολοκληρωτικά και ουδέποτε πραγματοποιείται εντελώς. Το συμβάν του κόσμου είναι διαφοροποιημένο απροσδιόριστα. Γιατί το τίποτα είναι διαρκώς επί το έργον, εκμηδενίζει. Αυτό που φανερώθηκε, δημιουργήθηκε ‘η παράχθηκε έχει επίσης διαγραφεί. Το τίποτα είναι μαζί το ασήμαντο τίποτα που τα αναιρεί όλα και το άλλο πρόσωπο του όλου. Όλον και τίποτα ενώνονται, διαφοροποιημένα.
Η συνειδηση, ως ερμηνεία και η ερμηνεία ως συνείδηση, διέπονται από την αρχή της αιτιότητας που συνιστά μια ερμηνεία της τοπολογίας του ορατού κόσμου της φαινόμενης συνείδησης, μια σταθερή αναπαράσταση της πεπεπρασμένης υφής του υλικού Κόσμου που εξειδανικεύεται θεωρητικά. Το ασυνείδητο, ως μη συνειδητό, δεν επιδέχεται καθολικής διαύγασης, διαφεύγει της δυνατότητας ολοκληρωτικής ένταξης στη συμβολική τάξη, θα λέγαμε ότι είναι ένα παιχνίδι φωτοσκιάσεων, ένας τόπος μη τοπολογικός που το διέπει ένας χρόνος μη χρονολογικός. Το ασυνείδητο συνιστά μια εγκάρσια τομή, όπου καταρρέει η οριζόντια ντετερμινιστική και αιτιοκρατική ερμηνεία του ενσυνείδητου υποκειμένου και η συνεπαγόμενη βεβαιότητα στην πρόβλεψη και αναδύονται από το αρχέγονο μη χαοτικό-χάος, νοούμενες ‘’οντότητες’’ και διακλαδώσεις απρόβλεπτες, δομές διασποράς και διασκορπισμού, μη γραμμικές, που συνιστούν διερευνήσεις νέων ειδών οργάνωσης στο στερέωμα του χωροχρόνου –που συντίθεται ψυχικά-, οι οποίες συνιστούν διερευνήσεις νέων ειδών οργάνωσης στο ψυχικό στερέωμα που συντίθεται χωροχρονικά. Τα σημεία διακλάδωσης συνθέτουν έναν χάρτη της μη αντιστρεπτότητας του χρόνου, έτσι, η δυναμική των διακλαδώσεων, αποκαλύπτει ότι ο χρόνος είναι μη αντιστρεπτός αλλά μπορεί να αναδιπλώνεται (να συγκεφαλαιώνει) και να ξεδιπλώνεται απροσδιόριστα. Επίσης αποκαλύπτει ότι η κίνηση του χρόνου δεν είναι μετρήσιμη. Αν και οι ατιώδεις συνάφειες λειτουργούν κάθε στιγμή, οι διακλαδώσεις συμβαίνουν απρόβλεπτα, αυτό συνδηλώνει ότι το ασυνείδητο συνιστά ένα μείγμα αναγκαιότητα και τυχαιότητας, αυτό το μείγμα συνθέτει την ιστορία του όντος που εγγράφεται στο χρόνο του κοσμοιστορικού γίγνεσθαι, που δεν ταυτίζεται με το Χρόνο, την Πανχρονικότητα.
Με βάση τα παραπάνω, ακριβώς επειδή το ασυνείδητο δεν είναι αναγώγιμο στη συμβολική τάξη, αν και αφήνει τα ίχνη και τα αποτυπώματά του σ΄αυτήν, δεν μπορεί να υπάρξει τελική σύνθεση στη διαλεκτική των αντιθέσεων, αυτό που συνήθως αντιπροσωπεύεται από τη χεγκελιανή έννοια της απόλυτης γνώσης, η οποία συνδηλώνει τη δυνατότητα της κοσμοιστορικής προόδου. Ο τρεμάμενος χωροχρόνος –όπως εκδηλώνεται στη συμβολική δομή, όπου απουσιάζει οποιαδήποτε σταθερή σχέση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο- ανατρέπει τις αυταπάτες μονιμότητας και σταθερότητας του Εγώ και αναδεικνύει την αγωνία, την έλλειψη και τη στέρηση ως καταστατικές διαστάσεις της συγκρότησης του ανθρώπου, οι οποίες συνιστούν ψυχικές δυνάμεις υπέρβασης και εξέλιξης. Προχωρώντας πέραν από τη αναλυτική διάκριση συνειδητού-ασυνειδήτου, οι οποίες συνιστούν λογικές κατασκευές, θα λέγαμε ότι ο ορατός κόσμος της έλλογης- μη λογικής της συνείδησης, η ερμηνεία του, και ο αόρατος κόσμος της μη λογικής-λογικότητας του ασυνειδήτου, άρρητος, κατά βάση, συνιστούν αυτό που τα συνιστά, τη Σφαίρα, το ελάχιστο σημείο ‘’συνάντησης’’ και ‘’διαλόγου’’ του Λόγου με το Άρρητο, της Φωνής με τη Σιωπή, του Πραγματικού με το Φανταστικό, ενας μη τοπολογικός τόπος, ομοιογενής και ένα πεδίο ισορροπίας, Συμμετρικό, που διέπονται από το εν χρόνω, Άχρονο, διαφοροποιημένο απροσδιόριστα, άλλη όψη του Μηδενός.
Όνειρο
Ο Φρόυντ, στην ερμηνευτική των ονείρων, υπαινίσσεται, εύστοχα, ότι η ερμηνεία του ονείρου μπορεί να φτάσει μέχρι κάποιου σημείου, δείχνει δηλαδή το ριζικά πεπερασμένο του ερμηνευτικού εγχειρήματος. Το όνειρο ξεπηδά από το χάος του ασυνείδητου ή και του Κόσμου και ποια η σχέση τους; Αλλά για ποιό χάος μιλάμε; Της μυθολογίας, της ποίησης, της φιλοσοφίας ή εκείνο που μελετά η επιστήμη και προσπάθεί να το αντιμετωπίσει η τεχνική, οι οποίες αποτελούν ταξινομήσεις (μιας δομής χαοτικής ή ήδη ταξινομημένης;) Αναφερόμαστε στην αστραπή της αβύσσου, τον κόσμο δηλαδή ή στο χάος που μάς περιβάλλει και μάς διαπερνά; Μπορούμε να πούμε ότι όλες αυτές οι ερωτήσεις έχουν ένα κοινό, αλλά μετέωρο και αθέατο κέντρο, αλλά διαφέρουν όσον αφορά τις κατευθύνσεις που προσανατολίζονται. Αν το χάος είναι το πρωταρχικό χάσμα από το οποίο αναδύθηκαν όλα και αν κατοικούμε το χάος που είναι μέσα μας, σ΄αυτή την περίπτωση μιλάμε για το χάος ενώ είμαστε ήδη ρυθμισμένοι από τον κόσμο που είναι ρυθμισμένος. Ο κόσμος είναι αναπόφευκτα ερμηνευμένος, δηλαδή μεταμορφωμένος, χωρίς να υπάρχει ή να έχει υπάρξει μια κατάσταση ή ένα γίγνεσθαι αυθεντικό και αμετάβλητο. Η ερμηνεία, μεταμορφώνει, και θέτει υπό ερώτηση, γίνεται η ίδια ερώτηση, αυτού που δεν είναι, αλλά ξετυλίγεται ως χρόνος. Όλες οι ερμηνείες είναι προσωρινά καταλύματα που θα γίνουν ερείπια, ενώ μια άλλα ερμηνεία αναμένει το χρόνο της για να γίνει ο τόπος και η στιγμή του κόσμου και η οποία με τη σειρά της θα οδηγηθεί στον όλεθρο. Όλα όσα είναι και γίνονται, δίχως να διακρίνεται το είναι από το γίγνεσθαι, δεν είναι ποτέ πλήρη και ακέραια, μέσα στην έλλειψη και τη στέρηση, χαράζουν ένα σημάδι στην αρχέγονη σπείρα του κόσμου που επαναλαμβάνεται διαφοροποιημένα. Το όνειρο, η εκδήλωση του ριζικά ανοίκειου, αυτού που δεν μπορεί να θεματοποιηθεί, η ανευ υποκειμένου Ανοιχτότητα, όπου δεν υπάρχει εγώ, αιτιότητα, τοπικότητα, γραμμικός χρόνος και δυαδικές αντιθεσεις- διακρίσεις, στο όνειρο όλα επικοινωνούν στιγμιαία και ακαριαία σε έναν τόπο μη τοπολογικό και σ΄εναν χρόνο μη χρονολογικό. Αυτο δείχνει ότι από ένα αρχαϊκό βάραθρο, από την άβυσσο του μηδενός, αναδύεται το μη χαοτικό χάος της κοσμικής ποιητικότητας, οι απροσδόκητοι, αδιανόητοι και απεριόριστοι ορίζοντες της ψυχής, τα θαύματα και τα πλήγμάτά της, στο οποίο επιστρέφουν και το μεταμορφώνουν και μεταμορφώνονται. Στο όνειρο συνομιλούν Αυτό, ως ριζικό φαντασιακό της ύπαρξης, και το κοσμικό Αυτό, ως ριζική
απροσδιοριστία από τη οποία αναδύεται το ριζικό φαντασιακό, το οποίο ανανεώνει τη ριζική απροσδιοριστία του κοσμικού Αυτού. Αυτό, η Σφαίρα, συνιστά ένα κατηγόρημα που δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί με τον “εαυτό του” και ως εκ τούτου δεν αποτελεί ένα ορίσιμο σύνολο, δεν σχηματίζει μια ολότητα. Αντίθετα, Αυτό “είναι” το Σύνολο όλων των συνόλων, ανοικτό στην αρχέγονη σπείρα του Χρόνου και στις απεριόριστες μεταμορφώσεις του.