Ο Κόσμος παράγει τη Σκέψη ή η Σκέψη τον Κόσμο; Πρώτα είναι η Σκέψη, η Ιδέα, το Πνεύμα και μετά ο Κόσμος, όπως υποστηρίζει ο δογματικός ιδεαλισμός και ο σπιριτουαλισμός ή πρώτα είναι ο Κόσμος, υλικός ή άλλης τάξης και μετά η Σκέψη, όπως υποστηρίζουν ο δογματικός υλισμός και ο απλουστευτικός ρεαλισμός; Υπάρχει η Σκέψη δίχως τον Κόσμο και ο Κόσμος δίχως την Σκέψη; Πρώτα είναι το ένα και μετά το άλλο; Υπάρχει το Ένα και το Άλλο; Συνιστούν μια Μονιστική Ενότητα ή μια δυαδικότητα; Ο Κόσμος είναι Ον, Ιδέα, Μορφή που μπορεί να αναπαρασταθεί; Όλα τα παραπάνω ερωτήματα προϋποθέτουν μια μεταφυσική Πρώτη Αρχή, ως έναρξη, ως αφετηρία, ως εξουσία. Η μεταφυσική πρώτη αρχή συνιστά τον μυθο-λογικό πυρήνα της κλασικής φιλοσοφικής σκέψης σ΄όλες τις ιστορικές εποχές, τόσο στην Δυτική όσο και στην Ανατολική και Ασιάτική έκφρασή της. Η μεταφυσική αρχή τίθεται ως το θεμέλιο του Κόσμου, μια θεμελίωση που παραμένει ταυτολογική ή ετερολογική, που είναι ο Λόγος ή η Αιτία των γινομένων και που ζητά τον λόγο ή την αιτία των γινομένων. Σ΄όλες τις εποχές μιλούσαν για το Λόγο, για τη γλώσσα και τη σκέψη του ανθρώπου και του κόσμου, για την Ομολογία. Ποιά  η σχέση της Ομολογίας μ΄αυτό που δεν είναι Ομολογία, με τη Μη Ομολογία; Το αναίτιο; Το ριζικά έτερο; το Τίποτα, την άβυσσο του  Μηδενός;

Ο δρόμος που οδηγεί πέρα από το δοσμένο και το επιτελούμενο, δεν αρνείται, δεν διαγράφει, δεν στρέφεται εναντίον, αλλά περνάει  διαμέσου αυτού, το αφομοιώνει και το ξεπερνάει. Δεν έχουμε ‘’νέα’’ αρχή, αντλώντας από αρχαϊκές πηγές, ανταποκρινόμαστε σ΄αυτό που μας απευθύνεται, σ΄αυτό που μάς δρομο-λογεί, μάς συνδέει, μάς διατηρεί και μάς μεταμορφώνει. Αυτό δεν έχει μια οροθετημένη αρχή και δεν έχει έναν αμετάκλητο σκοπό, αυτό μάς προτάσσεται ως σχέση ανθρώπου-κόσμου. Μαζί με τον κλασικό Λόγο και πέραν του Λόγου, ανοίγεται η Σκέψη. Η Σκέψη (pensee, Denken) αποτελεί το στοχασμό που έχει στόχο το Εν-Παν, Αυτό, το Αόρατο Εν-Παν, εγκλείει το Ίδιο, το Άλλο και το Διαφορετικό  σε μια ενότητα, μη ταυτολογική, που επαναλαμβάνεται, διαφοροποιημένα. Αυτό που μετέχει σ΄όλα και όλα μετέχουν σ΄Αυτό, δίχως Αυτό να είναι ον ή μη ον, να υπάρχει ή να μην υπάρχει, το Σύν-ολο όλων των προοπτικών και των δυνατοτήτων. Η Σκέψη, με άλλα λόγια, στοχεύει Αυτό, τη μη ταυτολογική ταυτότητα, το μη ταυτόσημο ίδιο που δεν διαθέτει ιδιότητες, που δεν εγγυάται καμιά ιδιότητα και ως εκ τούτου δεν προσφέρεται για καμιά ιδιοποίηση και κατοχή μιας που δεν  ανήκει σε κανένα πλαίσιο και δεν δύναται να απαλλοτριωθεί από κανένα εννοιολογικό σύστημα.

                                      ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

Βέβαια μια τέτοια σκέψη που προσπαθούμε να ξετυλίξουμε έχει να αντιμετωπίσει ένα θεμελιώδες νοητικό και γλωσσικό ζήτημα: την υπέρβαση του είναι. Από την κλασική εποχή της φιλοσοφίας μέχρι και τους νεώτερους χρόνους, το απαρέμφατο του ρήματος είναι και η ουσιαστικοποιημένη μορφή του, η μετοχή του ενεστώτα, ον, και τα παράγωγα του, ουσία, υπόσταση, οντικότητα, αρθρώνουν και συγκροτούν κάθε γλώσσα που συντάσσεται σε προτάσεις, οι οποίες συνδέονται με τους κανόνες της γραμματικής, της σύνταξης, της οντο-λογικής λογικής. Το ρήμα είναι και όλοι οι σχηματισμοί του, τόσο στην κατηγορηματική μορφή της πρότασης, όσο και στη θεωρησιακή μορφή της πρότασης, όπου υποκείμενο και αντικείμενο επιτελούν λειτουργίες που ανταλλάσσουν τους σημασιακούς τους ρόλους, αντλούν την οντο-λογική τους ισχύ από τη μεταφυσική του άχρονου, συμπαγούς, αναλλοίωτου και αμετάβλητου Είναι, που παριστά η σκέψη και όχι από το είναι που δεν είναι παρά εν τω γίγνεσθαι. Οι λέξεις είναι, ον, ουσία, παρουσία, οι οποίες σημάδευσαν τη φιλοσοφία (θεωρημένη ιστορία) και την ιστορία (πραγματωμένη φιλοσοφία) του πολιτισμού, επιχείρησαν να κατανομάσουν το υπερβατικό «κάτι» και του απέδωσαν τον χαρακτήρα του Απόλυτου, ομόσημου με την αιωνιότητα, δεν αποτέλεσαν όμως παρά δομές, στιγμές, αποκρυσταλλώματα και μεταμορφώσεις του Αόρατου Εν που ξετυλίγεται ως χρόνος, όχι τυχαία, ούτε αναγκαία, αλλά ως προσανατολισμένη περιπλάνηση, ως στοχευμένη ενδεχομενικότητα που επαναλαμβάνεται διαφοροποιημένα,

Η γραμματικο-συντακτική δομή της πρότασης στις σύγχρονες γλώσσες εχει τη μορφή  υποκείμενου- ρήματος- αντικείμενου. Αυτή η δομή τείνει να διαιρέσει τα πράγματα σε διακεκριμένες οντότητες, οι οποίες γίνονται αντιληπτές ως στατικές και αμετάβλητες από τη φύση τους. Η δομή υποκείμενο- ρήμα- αντικείμενο της γλώσσας, εππιβάλλεται ακόμη και στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται μια προφανή ακαταλληλότητα. Για παράδειγμα, ας θεωρήσουμε τη φράση Χιονίζει. Πού βρίσκεται αυτό που προκαλεί το χιόνι; Σαφώς, είναι ακριβέστερο να πούμε: το χιόνι συμβαίνει ή «συμβαίνει να χιονίζει» Παρόμοια, λέμε συνήθως, Ένα στοιχειώδες σωματίδιο δρα πάνω σε ένα άλλο. Αλλά, κάθε σωματίδιο είναι μόνο μια αφαίρεση από μια σχετικά αμετάβλητη μορφή κίνησης μέσα στο συνολικό πεδίο του κόσμου. Έτσι θα ήταν πιο εύστοχο να λέμε Τα στοιχειώδη σωματίδια είναι ρέουσες μετατοπίσεις συσχετισμένες και αλληλοδιαμορφούμενες, επειδή τελικά ενοποιούνται και διαφοροποιούνται Το ίδιο είδος περιγραφής ισχύει επίσης και στον μακρόκοσμο. Λέμε στην καθημερινή γλώσσα ότι ο παρατηρητής παρατηρεί το αντικείμενο ή ο παρατηρητής επηρεάζει το παρατηρούμενο. Όμως ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο συνιστούν λογικές αφαιρέσες («το ανθρώπινο ον που παρατηρεί και το αντικείμενο της παρατήρησης) που συντελούνται στα πλαίσια μιας ενιαίας και αδιαίρετης Ολότητας, Αόρατης ως τέτοιας, που δημιουργείται και διαφοροποιείται αέναα.

Όπως έχουμε ξαναπεί η  λογική αφαίρεση σε ‘’Υποκείμενο’’ και ‘’Αντικείμενο’’ έχει το δομικό της ισοδύναμο  στη γραμματικο -συντακτική δομή της γλώσσας (υποκείμενο- συνδετικό ρήμα-κατηγόρημα ή κατηγορούμενο) που διακρίνει το ον από το γίγνεσθαι, τα ονόματα από τα ρήματα και δημιουργεί δύο ξεχωριστές οντότητες με πάγιες, αμετάβλητες και αδιαφοροποίητες ταυτότητες-ιδιότητες, οι οποίες  διακρίνονται μεταξύ τους (το υποκείμενο-δράστης και το κατηγόρημα – δράση). Έτσι, όμως, αγνοείται η δυναμική και αμφίδρομη σχέση δράστη και δράσης, η χρονική διάσταση της σχέσης τους, οι αέναες διεργασίες- μεταμορφώσεις της σχέσης τους. Ο δράστης και η δράση είναι πάντα και παντού χρονικές, παίρνουν και δίνουν χρόνο, καθώς εγγράφονται σ΄έναν χρόνο του Χρόνου, τον τροφοδοτούν. Δράστης και δράση μεταμορφώνονται στον χρόνο και τον μεταμορφώνουν. Δράστης και δράση συνιστούν αυτό που τα συνιστά, αυτό ‘’είναι’’ οι μεταμορφώσεις του Κόσμου, Αόρατου ως τέτοιου.

Η παραγωγική υπέρβαση του συνδετικού ρήματος ‘’είναι’’, των κατηγορηματικών προτάσεων, αυτό είναι, αυτό δεν είναι, των κατηγορηματικών γραμματικών, συντακτικών, οντολογικών απαιτήσεων απαιτεί  προσοχή, επιμονή και ευαισθησία σ΄αυτό που μας καλεί να σκεφτούμε και να μιλήσουμε αυτό, το Όλον-Τίποτα. Αυτό που παραμένει μετέωρο και φευγαλέο, που μας απευθύνεται και μας προκαλεί, που φανερώνεται στα ονόματα και τα πράγματα που μιλάμε και τα δημιουργούμε και δημιουργούμαστε, δίχως όμως αυτό να απο-καλύπτεται και να προσφέρεται για γλωσσική αποτύπωση. Αυτό, οι μεταμορφώσεις του, δεν ‘’περνά’’ στην άρθρωση του νοήματος, αποτελεί κατ΄εξοχήν ενέργεια, που δεν υπάγεται στις κατηγορίες του λόγου, της κοινοποιήσεως, της γλωσσικής μεταδόσεως και της ερμηνείας. Οι κατηγορηματικές προτάσεις, όλων των ειδών, ενέχουν την αξίωση της θεμελίωσης, την οποια βέβαια προύποθέτουν, όμως καμιά θεμελίωση και καμιά διαδικασία δεν παύει να ε/ίναι ταυτολογική ή ετερολογική και ζητάει πάντα ένα λόγο, αγνοώντας αυτό που διαφεύγει με το οποίο σχετίζεται.

‘’’Υποκείμενο’’ και ‘’Αντικείμενο’’, Σκέψη και Κόσμος δεν διακρίνονται, ούτε και ταυτίζονται, συν-διαμορφώνονται και συν-μεταβάλλονται στο χρόνο, με το χρόνο και για να σκεφτούμε το χρόνο απαιτείται να σκεφτούμε τη Σκέψη που τον ξετυλίγει’ σε μια αμφίδρομη σχέση. Σ΄αυτό το σημείο αναδεικνύεται η χρονική διάσταση της στοχαστικής σκέψης και η στοχαστική διάσταση του χρόνου. Ο Χρόνος συνιστά τη Γλώσσα της Σκέψης, τόσο στην εμπειρική και υλική-συμβολική της εκφορά (που διέπεται από μια συνεχή, αιτιοκρατική και χρονικά συμμετρική δομή- αντιστρέψιμη) όσο και στην υπερ-εμπειρική και άυλη-ενδεικτική, υπαρξιακή και βιωματική εκφορά της (που διέπεται από ασυνεχείς, ενδεχομενικές και χρονικά ασύμμετρες διαδικασίες- μη αντιστρέψιμες). Ο Χρόνος, το ξετύλιγμα του Κόσμου, ο Κόσμος το ξετύλιγμα του Χρόνου συνιστούν Αυτό που τα συνιστά. Αυτό, μια ταυτότητα, μη ταυτολογική, εγκλείει το Ίδιο, το Άλλο και το Διαφορετικό  σε μια ενότητα, μη ταυτολογική, που επαναλαμβάνεται, διαφοροποιημένα. Αυτό, το ενιαίο και διαφοροποιημένο σύνολο, στεγάζει, αρθρωμένες τις διαφορές, εμπειρικού και υπερ-εμπειρικού, αισθητού και υπεραισθητού, συγκεκριμένου και ιδεατού. Αυτό, το ριζικά αδιανόητο είμαστε εμείς, όχι ως πεπερασμένες υπάρξεις, δέσμιοι της υλικής και φαινομενολογικής συνείδησης, αλλά ως απεριόριστες και αόρατες διεργασίες της κοσμικής ποιητικότητας. Στο κατώφλι της μεγάλης εξόδου, από το νοησιαρχικό εγώ, ναρκισσιστικό και αυτιστικό, στον ανοιχτό κόσμο, τις υπερβατικές διασυνδέσεις και τα μεταμορφωτικά άυλα δίχτυα.

                     ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ

Ο Χρόνος, το ξετύλιγμα του Αόρατου Κόσμου, Κόσμος, το ξετύλιγμα του Αόρατου Χρόνου, είναι ή δεν είναι; Υπάρχει ή δεν υπάρχει; Τα ερωτήματα αυτά επαναλαμβάνονται και αναζητούν απεγνωσμένα αιτιακές εξηγήσεις και ερμηνευτικούς προσδιορισμούς των αρχικών ‘’συνθηκών’’. Και σ΄αυτό το σημείο, τα ερωτήματα θέτονται με τη λογική της διάκρισης. Θα λέγαμε ότι ο Κόσμος δεν είναι μια καθαρή Θετικότητα (Είναι), αλλά ούτε μια καθαρή Αρνητικότητα (μη είναι). Η Απολυτότητα της Σκέψης αίρεται, δίχως όμως να μεταπίπτουμε στην Απολυτότητα της Σχετικότητας της Σκέψης. Η θετικότητα του Είναι και η Αρνητικότητα του μη Είναι περιστρέφονται στην ανοιχτή σπείρα του Χρόνου, που τα δύο άκρα της είναι ταυτόχρονα σημεία εκκίνησης και άφιξης,  έτσι η αντίφαση δεν είναι μόνον αντίφαση, αλλά μια δυαδική δομή, μη παραστατική. Το ον, αυτό που είναι, δεν είναι αυθύπαρκτο, στατικό καιι αναλλοίωτο, είναι ταυτόχρονα «είναι» και «τίποτα», «πλήρες» και «κενό». Η σκέψη, το σκέπτεσθαι πιο εύστοχα, εκδηλώνει αέναα την εναλλασσόμενη σχέση Είναι και μη Είναι, το σκέπτεσθαι τίθεται συνεχώς σε σχέση με το άσκεφτο, το άρρητο, το α-διανόητο που το ενέχει και το διαφοροποιεί.

Θα αναρωτηθει και δικαιολογημένα κάποιος-α, η λέξη Αυτό, που ενέχει σε μια μη ταυτολογική ταυτότητα το ίδιο, το άλλο και διαφορετικό, δεν αποτελεί μια έννοια της λογικής σκέψης, υπέρτατη ή αρχική, δεν αποτελεί την τελευταία λέξη του στοχασμού; Να διευκρινήσουμε ότι Αυτό ‘’είναι’’ πέραν από τη δυνατότητα ορισμού μιας που δεν είναι ον, διαπερνά τους ορισμούς και διαφεύγει συνεχώς, συνιστά το ανείπωτο που εντούτοις εκδηλώνεται στο ειπωμένο, δίχως ανείπωτο και ειπωμένο να ταυτίζονται εντελώς και δίχως να διακρίνονται απόλυτα. Αυτό ‘’είναι’’ τόσο έννοια, όχι αρχική ή τελική, όσο και εμπειρία, όχι μόνο στατική ή μόνο δυναμική. Έννοια και Εμπειρία της Έννοιας ρυθμίζονται και συντονίζονται από Αυτό που μάς δρομο-λογεί, μάς συνδέει, μάς διατηρεί και μάς παρασύρει, από το ρεύμα  της σκέψης που μάς κυκλώνει, μάς επιβάλλεται και μάς μεταμορφώνει.

Για να μπορέσουμε να στοχαστούμε και να μιλήσουμε μια μετα- οντολογική σκέψη που ενσωματώνει τον άνθρωπο στον Κόσμο, φιλικά και δημιουργικά, απαιτείται μια υπέρβαση της Αριστοτέλειας κατηγορηματικής δομής της πρότασης (υποκείμενο – κατηγορούμενο), η οποία αποτελεί μια μεταφυσική αφαίρεση και κατασκευάζει μια ανθρωποκεντρική εικόνα για τον κόσμο και τα όντα, διαμορφώνει μια κατοπτρική σχέση μαζί τους. Βέβαια η Αριστοτελική οντο- λογική λογική και η σύγχρονη εκδοχή της η λογική Boole, ορίζονται στα πλαίσια της άχρονης, επίπεδης και ευκλείδειας γεωμετρίας. Θα μπορούσαμε να εγγράψουμε την αντίληψη που προκύπτει από την ευκλείδεια γεωμετρία στον ορίζοντα μιας παν-γεωμετρίας, μιας παν-τοπολογίας που είναι εν τω γίγνεσθαι του χρόνου. Αυτό προϋποθέτει μια σκέψη που αναγνωρίζει ότι Αυτό που είναι, δεν είναι ίδιο με τον εαυτό του, είναι αντιφατικό, δεν αποκλείει το μέσο, δεν έχει αποχρώντα λόγο. Τότε θα αναδεικνυόταν η μη τοπολογία του  καλειδοσκοπικού Αόρατου η αέναη μεταμόρφωση της Ενότητας- Πολλαπλότητας, τότε θα χαραζόταν το διαγώνιο μονοπάτι της συμφιλίωσης όντων και πραγμάτων. Στο διαγώνιο αυτό μονοπάτι αρθρώνονται σε μια Ολότητα τα αποσπάσματα και συντονίζονται από έναν αόρατο ρυθμό. Μια τέτοια εξέλιξη θα προϋπέθετε μια μη-εννοιολογική κατανόηση του α-διανόητου, μια εξελιγμένη ευφυία που θα ιχνηλατούσε τα σημάδια εκδήλωσης του αόρατου κενού, άλλη όψη του Πλήρους, μια ακραία ευαισθητοποίηση που θα προαισθανόταν το αόρατο άγγιγμα του κόσμου στις στιγμιαίες, διαχρονικές και παν-χρονικές εκφάνσεις του και θα μάντευε το μήνυμά του, μια ακρόαση της φωνής της σιωπής, τον αντίλαλο του κόσμου στην συνείδηση.