Ο κόσμος, όπου ο άνθρωπος ήταν το κέντρο του σύμπαντος, το εγώ, το κέντρο της συνείδησης, ο κόσμος στον οποίο η γη χωριζόταν από τον ουρανό και ο ορίζοντας της αγάπης περιοριζόταν στα μέλη της οικογένειας, αυτός ο κόσμος έχει παρέλθει. Η επιβίωση δεν απαιτεί τη βούληση του ελέγχου, της ιδιοποίησης, της κατοχής και της κατάκτησης, αλλά τη σοφία της γενναιόδωρης αποδοχής και της συνύπαρξης όλων των πλασμάτων και της κοσμικής δημιουργίας στο σύνολό της. Όλα τα πλάσματα, ορατά, αθέατα και αόρατα, συνδέονται άρρηκτα, είναι ίδιες και διαφορετικές μορφές της Κοσμικής Ολότητας και των χωροχρονικών μεταμορφώσεών της. Κάθε πλάσμα συνοψίζει τη γη και τον ουρανό, το θνητό και το αθάνατο, το ένχρονο και το άχρονο, το πεπερασμένο και το απεριόριστο.

Χρόνος, Αυτό το ελικοειδές μονοπάτι μέσω του οποίου διέρχεται η ολική δομή του κόσμου που επαναλαμβάνεται διαφοροποιημένα και γι΄αυτό απροσδιόριστα, δημιουργεί-καταστρέφοντας και καταστρέφει-δημιουργώντας. Αυτό, το αρχέγονο συμβάν της γέννησης και του αφανισμού, στο συγχρονικό-διαχρονικό-πανχρονικό του ξετύλιγμα ως Ένα-Πολλαπλό, ως Όλον-Τίποτα, το αθεμελίωτο και μη αναπαραστάσιμο Αόρατο, μετέχει σ΄όλα και όλα μετέχουν σ΄αυτό, δίχως αυτό να είναι ή να μην είναι, να υπάρχει ή να μην υπάρχει, ούτε αρχικώς, ούτε εντέλει.

Ο Κόσμος, ξεδιπλώνεται και αναδιπλώνεται και μέσα σε μια αδιάκοπη μεταμόρφωση, παραμένει δίχως αρχή και τέλος. Κόσμος, το Καλειδοσκοπικό Αόρατο, μέσω του οποίου εμφανίζονται αίτια και δεσμοί, μέρη και πολυσύνθετα και ακόμα το περίφημο όλον της μεταφυσικής, συνιστά την ενότητα του πλήρους και του κενού, του Παντός και του Τίποτα. Αυτή η Ενότητα, η μη ταυτολογική, διανοίγει και διανύει έναν τόπο μη τοπολογικό, που ανοίγεται και παραμένει χαίνων, καθώς έχει ερημωθεί από αυτό που αποσύρεται, τον χρόνο, τον μη χρονολογικό.

Όταν κοιτάζουμε τον ουρανό τη νύχτα, νοιώθουμε τη συγγένεια με τα φώτα που καίνε στην κοσμική νύχτα, θυμόμαστε τις αρχέγονες ρίζες μας, συνδεόμαστε με την ίδια μας την ύπαρξη. Είμαστε παιδιά των άστρων, από τον διασκορπισμό της ενέργειας τους δημιουργούνται τα όντα και με το θάνατό τους θα διασκορπιστούν στα άστρα για να δημιουργήσουν νέες μορφές ζωής σε άλλους συμπαντικούς τόπους. Απαιτείται η ευαισθησία της διασυνδεδεμένης ζωής και η συνείδηση της κοσμικότητας για να ακούσουμε τον ήχο μιας παράξενης μουσικής, τη μελωδία, που χαρά της είναι η γέννηση καινούργιων γαλαξιών, τη μελωδία, που η θλίψη της είναι ο θάνατος των ήλιων. Η αποδέσμευση από τη μυθολογική διάκριση του χρόνου σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, από την οποία παράγεται το εγώ-εαυτός και ο φόβος του θανάτου, μπορεί να συμβάλλει στην επανασύνδεση με τον άχρονο κόσμο που μάς συνιστά.